Σάββατο 6 Απριλίου 2013

Ονορέ ντε Μπαλζάκ - Η Γεροντοκόρη



Στα πλαίσια της "Ανθρώπινης Κωμωδίας", ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ, συνθέτει τη "Γεροντοκόρη" του, μια συναρπαστική μελέτη ηθών της κλειστής επαρχιακής κοινωνίας της Αλανσόν και των ανθρώπων της. Τρεις χαρακτηριστικοί τύποι ανδρών, ο ιππότης ντε Βαλουά, εκπρόσωπος της ξεπεσμένης αριστοκρατίας, ο ντυ Μπουσκιέ, εκπρόσωπος της ανερχόμενης αστικής τάξης και ο Αθανάσιος Γκρανσόν, ένας νέος ρομαντικός ποιητής, προσπαθούν να κερδίσουν την καρδιά και τα πλούτη της Ρόζας Κορμόν, μιας τυπικής γεροντοκόρης.
Μέσα απ' την εξαίρετη ψυχογραφία των ηρώων του, με συνεχείς ιστορικές αναφορές και εξαντλητικές περιγραφές, με ύφος γλαφυρό και ταυτόχρονα ειρωνικό, ο Μπαλζάκ σ' αυτό το μικρό σε έκταση αλλά άρτιο μυθιστόρημα, κατορθώνει να δώσει πειστικά την εικόνα της γαλλικής επαρχίας στις αρχές της Βιομηχανικής Επανάστασης.
"Η γεροντοκόρη" ολοκληρώθηκε το 1836 και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες, σε γαλλική καθημερινή εφημερίδα.

(biblionet.gr)

T.S. Eliot - Η έρημη χώρα





O Τόμας Στίρνς Έλιοτ (1888-1966), εμφανιζόταν πάντα στα μαύρα ντυμένος, συνεσταλμένος, όλος προσοχή και προσποιούμενος τον αδιάφορο. Έχοντας σαν ποιητικό πρότυπο τον Έζρα Πάουντ, τον οποίο υπερεκτιμούσε και συμβουλευόταν πολλές φορές, του αφιέρωσε την ποιητική συλλογή: "Έρημη Χώρα". Όταν εκδόθηκε, λίγοι ήταν αυτοί που την δέχτηκαν με ενθουσιασμό. Οι περισσότεροι την αποδοκίμασαν ακόμα και με αποτροπιασμό.

Δεν διείδαν από την αρχή, πως ο τρόπος με τον οποίο ο ποιητής απεικόνιζε την απογοήτευση και την αποσύνθεση των αξιών στις βιομηχανικές κοινωνίες, συλλάμβανε τον τόνο της εποχής που αναπτύχθηκε ύστερα από τον α' παγκόσμιο πόλεμο. Είναι ένας κόσμος πτώσης και ο χαμένος παράδεισός της έχει συγκεκριμένη ταυτότητα. Είναι η πριν από την πουριτανική επανάσταση Αγγλία, όταν λογική και συναίσθημα, θρησκεία και τέχνη αποτελούσαν (υποτίθεται) μία ενότητα.

Η "Έρημη Χώρα", αποτέλεσε "ευαγγέλιο" της μεταπολεμικής διανόησης. Ένα επαναστατικό ποιητικό ευαγγέλιο, που ωστόσο, παρά τους επιφανειακούς νεωτερισμούς του, την εκφραστική τόλμη του και την απόγνωση της φωνής του, δεν στρεφόταν καθόλου εχθρικά προς την παράδοση, προς την οποία, αντίθετα, διατηρούσε υποστρωματικό βαθύ σεβασμό και οξύ ηθικό αίσθημα.


Η βράβευση του έργου με το βραβείο Δάταλ από την Αμερική, έδωσε νέα ώθηση στον Έλιοτ.


(http://kyklodiwkton.blogspot.gr)

William Thackeray - Το βιβλίο των σνομπ



Ο Ουίλλιαμ Μέηκπης Θάκερυ (William Makepeace Thackeray) γεννήθηκε στις 18 Ιουλίου του 1811, στην Καλκούτα της Ινδίας. Ήταν το μοναδικό παιδί του Ρίτσμοντ Θάκερυ, ανωτάτου υπαλλήλου της Βρετανικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών, και της Αν Μπήτσερ, κόρης επίσης ανωτάτου υπαλλήλου της Εταιρείας. Η μόρφωση που πήρε -στο περίφημο Τσάρτερχαουζ και στο Κολέγιο της Αγίας Τριάδας του Καίμπρητζ- ήταν άριστη, αλλά διακόπηκε απότομα, όταν ο νεαρός Ουίλλιαμ έχασε στα χαρτιά ένα μέρος των πατρικών δικαιωμάτων του, αποτελούμενο από το τρομακτικό ποσό των είκοσι χιλιάδων λιρών.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1830, ταξίδεψε στη Γερμανία και γνώρισε τον Γκαίτε, ενώ τα επόμενα τρία χρόνια τα σπατάλησε προσπαθώντας να πάρει πτυχίο νομικής, για να καταλήξει στο Παρίσι, όπου σπούδασε σχέδιο και ζωγραφική. Στο Λονδίνο επέστρεψε το 1837, παντρεμένος με μια φτωχή Iρλανδή, με την οποία απέκτησε τρεις κόρες, και άρχισε αμέσως να δουλεύει ως δημοσιογράφος. Έγραφε ακατάπαυστα για τα γνωστότερα περιοδικά και τις μεγαλύτερες εφημερίδες εκείνης της εποχής. Τα πρώτα κείμενά τους (στο περιοδικό Punch) που τράβηξαν την προσοχή του κοινού, σατίριζαν τον αγγλικό σνομπισμό και αποτέλεσαν αργότερα το περίφημο "Βιβλίο των σνομπ" ("The Book of Snobs"). Το 1840 η κυρία Θάκερυ εκδήλωσε νευρική κρίση, από την οποία δεν συνήλθε ποτέ, αν και έζησε περισσότερα χρόνια από τον σύζυγό της. Ο Ουίλλιαμ αναγκάστηκε να στείλει τα παιδιά στη Γαλλία, στη μητέρα του, απ' όπου επέστρεψαν το 1846 για να μείνουν έκτοτε μαζί του.
Το πρώτο μυθιστόρημά του "Κάθρην" ("Catherine"), αν και γράφτηκε για το περιοδικό Fraser's Magazine, όπου δημοσιεύτηκε σε συνέχειες, κάθε άλλο παρά "λαϊκό ανάγνωσμα" ήταν. Παραβίαζε τις αφηγηματικές συμβάσεις της εποχής του και αντιμετώπιζε τους ήρωες σαν ζωντανά πρόσωπα, χωρίς να εξωραΐζει την ανηθικότητα που τα χαρακτήριζε. Τα επόμενα χρόνια θα γράψει το αντι-ηρωϊκό μυθιστόρημα "Μπάρυ Λύντον" ("Βarry Lyndon") και το θρυλικό "Πανηγύρι της ματαιοδοξίας" ("Vanity Fair"), ξεδιπλώνοντας σε όλο τους το μέγεθος το αφηγηματικό ταλέντο και την διεισδυτικότητα της κριτικής ματιάς του.
Ο Θάκερυ πέθανε ξαφνικά την παραμονή των Χριστουγέννων του 1863, αφήνοντας πίσω του μερικά από τα σημαντικότερα έργα της ευρωπαϊκής γραμματείας.

(biblionet.gr)

Joseph Rot - Η κρύπτη των καπουτσίνων



"Η κρύπτη των Καπουτσίνων" είναι ίσως ο πιο σπαρακτικός και εκθαμβωτικός αποχαιρετισμός που έχει ποτέ απευθύνει συγγραφέας στο ίδιο του τον κόσμο. Το 1938, έτος κατά το οποίο γράφτηκε το μυθιστόρημα, η "ευδαίμων Αυστρία" παύει να υφίσταται συντετριμμένη κάτω από την μπότα του Χίτλερ, για να ολοκληρωθεί έτσι η διαδικασία που είχε αρχίσει μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου με τη διάλυση της αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας. Παντοτινός νοσταλγός του μεγαλείου της παρά τις φιλελεύθερες ιδέες του ο Ροτ, εξόριστος στο Παρίσι, εξιστορεί τη μοιραία περίοδο ανάμεσα στην έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και στην ταπεινωτική ήττα που σώριασε σε ερείπια τον κόσμο στον οποίο πίστευε με τόσο πάθος.
Ο ήρωας του βιβλίου, ο νεαρός Φραγκίσκος Φερδινάνδος Τρόττα, πλούσιος και ανέμελος, γόνος του νεότερου κλάδου μιας οικογένειας της όψιμης αριστοκρατίας, διανύει, την πολεμική εμπειρία ως αργή και βαθμιαία αλλά πάντοτε οδυνηρή αποκάλυψη της αλήθειας για τον άνθρωπο και την ιστορία, της ευθύνης των ατόμων και της συλλογικής ανεπάρκειας, όπου φανερώνεται το πεπρωμένο της καταστροφής ενός πολιτισμού που φαινόταν αιώνιος. Στην "Κρύπτη των Καπουτσίνων", στη Βιέννη, που φιλοξενεί τους τάφους των Αψβούργων αυτοκρατόρων, ο ήρωας στοχάζεται τη δική του ήττα, τη δική του αποτυχία, καταλήγοντας στη βαριά και ανησυχητική σιωπή του ανθρώπου που παρακολουθεί τη δύση ενός κόσμου.
Η νοσταλγική αναδίφηση σε αυτόν τον κόσμο γίνεται από τον Ροτ με υποβλητική ευαισθησία και μαστοριά, γνωρίσματα που του χάρισαν την ξεχωριστή θέση του στο πάνθεον της μεγάλης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.

(εφημερίδα "La Repubblica", Ιταλία)

Μίλαν Κούντερα - Μονόλογοι



Ο Μίλαν Κούντερα, Γαλλο-Τσέχος μυθιστοριογράφος, ποιητής και δραματουργός. Θεωρείται απ' τους σημαντικότερους σύγχρονους Eυρωπαίους συγγραφείς. Ανήκει στη γενιά κείνη των λογοτεχνών που επηρεαστήκανε σαφώς από τον Β' Παγκ. Πολ. και τη γερμανική κατοχή. Παραδόξως, αυτή η πιεστική εμπειρία ενστάλλαξε στους καλλιτέχνες αυτούς, μια μαυρόασπρη οπτική του γενικού οράματός τους για τη πραγματικότητα. Μυστικοπαθής καθώς είναι δεν άφησε να διαρρεύσουνε πολλά για την ιδιωτική του ζωή καθώς, όπως ισχυρίζεται δεν είναι "για... πώληση" σαφώς επηρεασμένος απ' το τσέχικο στρουκτουραλισμό, που υποστηρίζει πως έκαστο καλλιτέχνημα κρίνεται μόνον απ' την αυτόνομη ουσία του, χωρίς να εισχωρούνε βιώματα και βιογραφικά στοιχεία του καλλιτέχνη. Ο ίδιος θεωρεί πως είναι αδύνατο να παραχθεί αντικειμενική γραφή της Πολιτικής Ιστορίας, όπως και βιογραφία ενός καλλιτέχνη.

     "Ο Μίλαν Κούντερα γεννήθηκε το 1929 στη Τσεχοσλοβακία κι από το 1975 ζει στη Γαλλία"!
     Γεννήθηκε σε μεσοαστική κι ιδιαίτερα καλλιεργημένη οικογένεια 1η Απρίλη 1929 στο Μπρνο στη Τσεχοσλοβακία. όπου κι ολοκλήρωσε τη 2βάθμια εκπαίδευση. Αρχικά σπούδασε λογοτεχνία κι αισθητική στο Πανεπιστήμιο Καρόλου, σύντομα όμως μεταγράφεται στην Ακαδημία Εφαρμοσμένων Τεχνών Πράγας για να σπουδάσει κινηματογραφική σκηνοθεσία και τεχνική σεναρίου. Σπούδασεν επίσης φιλοσοφία και μουσική σύνθεση στη Πράγα. Το 1ο του επάγγελμα ήταν μουσικός
jazz. Ο πατέρας του Λούντβικ Κούντερα (1891-1971) ήτανε σημαντικός μουσικολόγος και πιανίστας κι υπήρξε μάλιστα μαθητής του σπουδαίου Λέος Γιάνατσεκ (Leoš Janáček). Ο Μίλαν έμαθε πιάνο απ' τον πατέρα του κι αργότερα μουσικολογικές επιρροές υπάρχουνε συχνά στο έργο του. Σε κάποιο μυθιστόρημα, δε δίστασε να χρησιμοποιήσει νότες για να επισημάνει κάτι. Μετά την αποφοίτησή του, το 1952 διορίστηκε Λέκτορας Παγκόσμιας Λογοτεχνίας στην Ακαδημία Κινηματογράφου Πράγας.
     Ήταν ενεργό μέλος της Νεολαίας ΚΚΤ το 1948 (διαγράφτηκε 2 έτη μετά γι' αντικομματική δραστηριότητα κι αυτό του 'δωσε αφορμή να γράψει "Το Αστείο", μυθιστόρημα που τον έκανε γνωστό σ' όλο τον κόσμο) & 1956-70.
Mέλος του Προεδρείου της Kεντρικής Eπιτροπής του K.K.T. (1963-1967), διώχθηκε λόγω ανορθόδοξων ιδεών το 1968. Λόγω πολιτικών του πεποιθήσεων απολύθηκε κι απ' τη δουλειά του στην Ακαδημία Μουσικής & Δραματικών Τεχνών Πράγας το 1969 και του αφαιρέθηκε η υπηκοότητα. Επίσης απαγορεύτηκε η κυκλοφορία βιβλίων του απ' τη λογοκρισία. Ήταν απαγορευμένα στη χώρα του μέχρι τη πτώση της κυβέρνησης με τη Βελούδινη Επανάσταση του 1989. Ένθερμος οπαδός του Ντούμπτσεκ επί χρόνια υποστηρικτής σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο, έφτασε στο σημείο να διαφωνήσει δημοσία με το Χάβελ.
     Το 1945 πρωτοεμφανίζεται στα γράμματα, με μια θαυμάσια μετάφραση ποιημάτων του
Μαγιακόφσκη, στα τσέχικα, στο περιοδικό Gong. Το 1946 γράφει δικά του σουρεαλιστικά ποιήματα, σαφώς επηρεασμένος από το ξάδερφό του Λούντβικ Κούντερα -(1920-), γνωστού τσέχου ποιητή- και τα δημοσιεύει στο περιοδικό Mladé Archy (The Young Notebooks). Το 1953 εκδίδει μια ποιητική συλλογή με τίτλο: "Člověk zahrada širá" (Man Α Wide Garden). Ο Κούντερα αλλά και πολλοί σύγχρονοί του, είδανε σ' αυτό μιαν ανορθόξη φυγή απ' τη κλασική ποίηση γιατί θεωρούσανε πως η ποίηση πλέον έπρεπε να υπόκειται σε δουλεία προς τα ορθόδοξα επικοινωνιακά δεδομένα του κόμματος. Άλλωστε μετά τον ερχομό στην εξουσία του ΚΚΤ το 1948, πολλά κείμενα πολιτικής αριστερής προπαγάνδας γραφτήκανε κατά παραγγελίαν, που ωστόσο δεν αντιπροσωπεύανε την αλήθεια κι ήτανε γεμάτα κλισέ. Έτσι, τη δεκαετία '50-'60 ο Κούντερα θεωρούνταν διασημότητα στη πατρίδα του.
     Το 1957 γράφει τους "Μονολόγους", συλλογή ποιημάτων μ' έντονα ερωτικά στοιχεία. Το 1962 γράφει το θεατρικό: "Οι Κλειδοκράτορες"  (
Majitelé klíčů - The Owners of the Keys), που παίχτηκε με μεγάλην επιτυχία στο National Theatre Prague, σε πειραματική σκηνοθεσία του Otomar Krejča. Εδώ αρχίζει να διαφαίνεται το παιγνίδισμα των χαρακτήρων, που αργότερα θα καταλάβει σημαντική θέση στο ώριμο έργο του.
     Είναι ιδιαίτερα γνωστός για τα έργα του: "Το Βιβλίο Του Γέλιου Και Της Λήθης", "Το Αστείο", "Η Ζωή Είναι Αλλού", "Το Βαλς Του Αποχαιρετισμού", "Η Αθανασία", "Γελοίοι Έρωτες", τα θεατρικά: "Ο Ιάκωβος & Ο Αφέντης", "Οι Κλειδοκράτορες" (στα τσέχικα), "Η Αργοπορία", "Η Ταυτότητα", "Η Άγνοια", 2 δοκίμια: "Η Τέχνη Του Μυθιστορήματος" κι "Οι Προδομένες Διαθήκες", (στα γαλλικά). Το έργο του ανήκει στη μεγάλη παράδοση του κεντροευρωπαϊκού μυθιστορήματος (
Rabelais, Diderot, Θερβάντες και Sterne) μαζί με κείνο των Μούζιλ, Μπροχ, Γκομπρόβιτς, Χάιντεγκερ και Κάφκα.
     Στα ώριμα έργα του δημιουργεί ανεξάρτητο, αυτόνομο κόσμο, που αναλύει, ανακρίνει και φιλοσοφεί συνεχώς, ωστόσο θα 'τανε λάθος να θεωρηθεί φιλόσοφος καθώς δεν ακολουθεί κάποια συγκεκριμένη τεχνική ή τεχνοτροπία, -τουλάχιστον κατά τα γνωστά. Αγαπά τους ήρωές του, αγαπά το παιγνίδι της πλοκής που στήνει και με την αναλυτική ορθολογική του σκέψη, ξανοίγει άπειρους δρόμους ερμηνείας των γεγονότων που περιγράφει. Παίζοντας μ' αυτά τα σημάδια, καταφέρνει να διατηρεί τη δυνατότητα ν' αναδείξει την ανθρώπινη ύπαρξη, ανοιχτή σ' άπειρες πιθανότητες, πλαταίνοντας τα όρια της μιας και μοναδικής ζωής. Με τη σεξουαλικότητα των χαρακτήρων του αναλύει συμβολικά τη κοινωνικότητα που ενυπάρχει στο σεξ κι έτσι οι ήρωές του είναι λεύτεροι ν' ασχοληθούν με τα πιο ουσιώδη θέματα που αφορούνε στον Άνθρωπο. Πιστεύει επίσης πως ο άνθρωπος φαίνεται, στο σεξ του. Στα πρώιμα έργα του, στα τσέχικα, είναι ενταγμένος στο οικογενειακό και σπιτικό, καθησυχαστικό περιβάλλον και θεωρεί πως το κόμμα το περιβάλλει και το προστατεύει, πράγμα εξαιρετικά ασφαλές κι οικείο.
     Το αριστούργημά του, -μέχρι στιγμής τουλάχιστον- θεωρείται "Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα Του Είναι". Η υπόθεσή του εκτυλίσσεται τη περίοδο της Άνοιξης της Πράγας το 1968, που οδήγησε στην εισβολή των Σοβιετικών τανκς την ίδια χρονιά. Ο κεντρικός του ήρωας, ο Τόμας, πετυχημένος γιατρός, ασκεί κριτική στο πολιτικό σύστημα με αποτέλεσμα να χάσει τη θέση του. Οι άλλοι σημαντικοί χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι η Τερέζα, σύζυγός του και καλλιτεχνική φωτογράφος, η ερωμένη του Σαμπίνα, που θέλει ν' αποτεφρωθεί μετά το θάνατό της κι ο εραστής της, Φραντς, καθηγητής πανεπιστημίου, βυθισμένος στα βιβλία, ο οποίος προσπαθεί να απαλλαγεί από το κιτς της συζύγου του Μαρί-Κλοντ αλλά κατά ειρωνική τύχη πεθαίνει μπρος της. Το βάρος κι η αξία της ζωής για τον καθένα απ' τους παραπάνω χαρακτήρες είναι διαφορετικά, η ζωή όμως για τον Κούντερα έχει μιαν αβάσταχτη ελαφρότητα. Κι αφού ζούμε μόνο μια φορά, τα πάντα μετράνε στη καθημερινότητά μας και στο τρόπο που τη βιώνουμε. Γι' αυτό κι η ζωή αποκτά άλλο βάρος για τον Τόμας που νιώθει ότι κάλλιστα θα μπορούσε να την αλλάξει με μιαν άλλη. Οι τέσσερις πρωταγωνιστές ζούνε τέσσερις ζωές κι ωστόσο συνθέτουν ένα κόσμο που στο τέλος παρουσιάζεται ενιαίος αλλά πεπερασμένος, βαρύς παρά την ελαφρότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, ένας κόσμος που φεύγει και δεν επιστρέφει. Το τελικό συμπέρασμα στην "Αβάσταχτη Ελαφρότητα Του Είναι" επιβεβαιώνεται με πολύ πιο πειστικό τρόπο απ' όσο στα περισσότερα έργα του Σαρτρ ο αφορισμός τού τελευταίου ότι «η ύπαρξη προηγείται της ουσίας».
     Τον Οκτώβρη του 2008 απέρριψε δημοσίευμα τσέχικου περιοδικού, που ισχυρίστηκε πως είχε συνεργαστεί στα τέλη της 10ετίας του '50 με το κομμουνιστικό καθεστώς της Τσεχοσλοβακίας. Απορρίπτει πλέον τα έργα του που γραφτήκανε τη 10ετία '50-'60 κι ισχυρίζεται πως είναι αναφαίρετο δικαίωμα του εκάστοτε καλλιτέχνη να το κάνει, όταν πιστεύει πως κάποιο κομμάτι της δουλειάς του είναι ανώριμο ή εσφαλμένο ή ανεπιτυχές. Ο λόγος που το απορρίπτει, είναι γιατί νιώθει πως έγραψε "κατά παραγγελία του πολιτικού καθεστώτος".
     Έχει γράψει στα γαλλικά και στα τσέχικα. Επιμελείται προσωπικά τις γαλλικές μεταφράσεις των βιβλίων του έτσι ώστε να 'χουνε κι αυτές ισχύ πρωτοτύπου. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως στις "Προδομένες Διαθήκες" δοκίμιο που γράφτηκε για να δώσει βοήθεια αλλά και για να τα βάλει με τους μεταφραστές των κλασσικών έργων γιατί συνήθως δε κάνουνε σωστά τη δουλειά τους, ουσιαστικά πετά το γάντι και στους δικούς του μεταφραστές, καταδεικνύοντας ουσιαστικά τη σύγχρονη γλωσσική κρίση.
     Το 1975 μετακόμισε στη Γαλλία, -2η πατρίδα του, για πάνω από 35 έτη, όπου ζει μόνιμα με τη γυναίκα του Βέρα- κι όταν φτάνει, διορίζεται διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο της Ρεν. Εκεί έχει την ευκαιρία να δει τις διαφορές της δυτικοευρωπαϊκής λογοτεχνίας, -παρόλο που 'χε σπουδάσει ήδη και γαλλική φιλοσοφία. Το 1984 απέκτησε γαλλική υπηκοότητα. Σήμερα ζει στο Παρίσι
.

 (πηγή: http://www.peri-grafis.com)

Ηλίας Πετρόπουλος - Υπόκοσμος και Καραγκιόζης




      
   [...]  Ὁ Πετρόπουλος ξεκινᾶ κάνοντας μία σύντομη ἱστορικὴ ἀναφορὰ στὴν νεοελληνικὴ πραγματικότητα καὶ στὴν ἐπίσημη νεοελληνικὴ ἰδεολογία, ἡ ὁποία ἀναπτύσσεται παράλληλα. Κύριο συστατικὸ αὐτῆς τῆς ἰδεολογίας εἶναι ἡ λογοκρισία, τὴν ὁποία ἐκφράζει ἡ συντριπτικὴ πλειονότης τῶν νεοελλήνων ἱστορικῶν καὶ κοινωνιολόγων. Παράλληλα μὲ τὴν ἐκθείαση καὶ τὸν προαιώνιο ρόλο τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς εἰς βάρος τῶν γειτονικῶν πολιτισμῶν, τὴν ἀπόκρυψη τῶν κακῶν της ὄψεων, μία πτυχὴ τῆς λογοκρισίας αὐτῆς εἶναι ἡ ἀπουσία συστηματικῶν καὶ μεθοδικῶν μελετῶν γιὰ τὴν ὕπαρξη, τὴν ζωὴ καὶ τὴν λειτουργία τοῦ ἐν Ἑλλάδι ὑποκόσμου. Γράφει χαρακτηριστικά: « Οἱ νεοέλληνες ἱστορικοὶ ἑρμηνεύουν τὴν ἑλληνικὴ ἱστορία διὰ τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας. Οὐδεμία Ἱστορία τῆς Τουρκίας κυκλοφορεῖ στὴν Ἑλλάδα. Οἱ νεοέλληνες κοινωνιολόγοι οὐδέποτε ἐμίλησαν γιὰ τὸ φαινόμενον τῆς ληστείας, οὐδέποτε ἀντελήφθησαν τὴν ὕπαρξη τοῦ ὑποκόσμου…Οἱ νεοέλληνες ἱστορικοὶ ἢ κοινωνιολόγοι ἢ φιλόλογοι ἢ λαογράφοι περιφρονοῦν βαθύτατα τὰ τιποτένια γεγονότα τῆς πιὸ ἀσήμαντης καθημερινῆς ρουτίνας καὶ ἀρνοῦνται νὰ χρησιμοποιήσουν τὰ στοιχεῖα ποὺ ἀπορέουν ἀπὸ τὶς λαϊκὲς φυλλάδες, ἀπὸ τὶς χυδαῖες συνήθειες τοῦ λαοῦ, ἀπὸ τοὺς ὅρους κοινῆς ὑγιεινῆς, ἀπὸ τὰ σεξουαλικὰ βίτσια, ἀπὸ τὴν ἀρχιτεκτονικὴ τῶν τενεκὲ-μαχαλάδων, ἀπὸ τὴν ἀργκὸ τῶν πούστηδων, ἀπὸ τὴν ταξινόμηση τῶν ὕβρεων, ἀπὸ τὰ φαγητὰ τῆς τοπικῆς κουζίνας κ.τ.λ, κ.τ.λ.»
 
       Σύμφωνα μὲ τὸν Πετροπουλο, ἡ ὅποια ἐνασχόληση τῆς ἐπίσημης νεοελληνικῆς ἱστορίας καὶ λαογραφίας, μὲ θέματα συνδεόμενα στενὰ μὲ τὸν ὑπόκοσμο, ὅπως τὸ θέατρο σκιῶν καὶ τὸ ρεμπέτικο τραγούδι, ξεκίνησε ὅταν οἱ δύο αὐτὲς ἐκφράσεις τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ ἦσαν νεκρές.

       Ἡ ἐξέλιξη τοῦ ὑποκόσμου κατὰ κάποιο τρόπο συμβαδίζει μὲ τὴν ἐξέλιξη καὶ τὸ θρόνιασμα τῆς νεοελληνικῆς ἀστικῆς «τάξης». Ὁ Πετρόπουλος μέσα ἀπὸ κείμενα καὶ διηγήματα τῆς ἐποχῆς ( Παπαδιαμάντης, Ροῒδης, Χρηστομάνος, Μητσάκης, Θεοτόκης καὶ πολλοὶ ἄλλοι), δίνει μία ἀναλυτικὴ εἰκόνα τοῦ νεοελληνικοῦ ὑποκόσμου στὰ τέλη τοῦ 19ου καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰώνα. Γενικά τοῦ ἀνθρώπου τοῦ ὑποκόσμου καὶ τὴν τοπογραφία του. Στὴ συνέχεια παρουσιάζει μὲ λεπτομέρειες τὸν χαρακτήρα τοῦ παλαιοῦ ληστῆ, τοῦ μάγκα, τοῦ νταῆ, τοῦ κουτσαβάκη, τοῦ τραμπούκου. Μερικοὶ ἀριστεροὶ διανοούμενοι θεωροῦν, ὅτι ὅλος ὁ ὑπόκοσμος ἀποτελεῖται ἀπὸ τραμπούκους. Λάθος. Οἱ τραμποῦκοι σὲ μεγάλο βαθμὸ συνεργάζοντο μὲ τὴν κρατικὴ ἐξουσία, κυρίως τῆς Δεξιᾶς, ἀποτελοῦν ὅμως μικρὸ τμῆμα τοῦ ὑποκόσμου, ὁ ὁποῖος ὡς κοινωνικὴ «τάξη» ( γιὰ ὁποιαδήποτε κοινωνικὴ τάξη, στὴν Ἑλλάδα ὁ ὅρος ὀφείλει νὰ μπαίνει σὲ εἰσαγωγικὰ) βρίσκεται σὲ διαρκῆ ἄμυνα ἔναντι ὅλων τῶν ὑπολοίπων «τάξεων», πού ὡς κοινωνικὸ ὑπόγειο τὸν ὑπερκαλύπτουν ( ὅπως ἀποκαλύπτει ἡ ἴδια ἡ λέξη, χωρὶς κανένα ἠθικολογικὸ περιεχόμενο).

      Ὁ Πετρόπουλος παραθέτει πληροφορίες γιὰ τὸν καραγκιόζη, τὸ θέατρο σκιῶν, καθὼς καὶ τὶς φιγοῦρες ποὺ ἀντιπροσωπεύουν τὸν ὑπόκοσμο στὸ θέατρο σκιῶν (κυρίως τοῦ Σταύρακα), μέσα ἀπὸ ἀποσπάσματα διαφόρων θεωρητικῶν ἐργασιῶν ( ἄρθρων, μελετῶν, βιβλίων) Ἑλλήνων καὶ Τούρκων, εἴτε ἀπὸ ἐργασίες , συνεντεύξεις καὶ ἐξομολογήσεις τῶν ἴδιων τῶν ἐπαγγελματιῶν καραγκιοζοπαιχτῶν. Περιγράφει ἀναλυτικότατατα τὴν ἐμφάνιση, τὸ ντύσιμο, τὴν γλώσα, τὴν ὁμιλία καὶ τὴν ἐν γένει συμπεριφορὰ τῆς ἐκφραστικῆς φιγούρας τοῦ κουτσαβάκη, τοῦ Σταύρακα, στὰ ἔργα τῶν καραγκιοζοπαιχτῶν ὅσο τὸ θέατρο σκιῶν βρισκόταν στὴν ἀκμή του. Στὸν μαρασμὸ ποὺ ἀκολούθησε, τὴν χαμένη αἴγλη τοῦ θεάτρου σκιῶν προσπάθησαν νὰ ἐκμεταλλευθοῦν τὰ λαϊκὰ φυλλάδια καὶ οἱ τηλεοπτικὲς ἐκπομπές.[...]


(πηγή: http://katotokerdos.blogspot.gr)

Thomas Bernhardt - Μπετόν




Η λέξη που χαρακτηρίζει τον Μπέρνχαρντ είναι η λέξη πολεμική. Οι κεντρικές μορφές των πεζογραφημάτων και των θεατρικών του έργων είναι άνθρωποι –συνήθως μεγαλομανείς διανοούμενοι, καλλιτέχνες ή επιστήμονες– οι οποίοι σε συνθήκες απόλυτης μόνωσης εκτοξεύουν, υπό μορφή εμμονικού μονολόγου, τις απόψεις τους για τον κόσμο. Και οι απόψεις αυτές είναι κατά κανόνα απορριπτικές κάθε πυλώνα της «χυδαία μικροαστικής» καθημερινότητας. Το σύμπαν των αφηγητών του Μπέρνχαρντ είναι ένα σύμπαν σκοτεινό: «Το σφάλμα, η απάτη και πάνω απ’ όλα η αποτυχία –των οικογενειακών δεσμών, της σωματικής υγείας, της κοινωνικής προόδου, της προσωπικής και καλλιτεχνικής φιλοδοξίας– ορίζουν τους αφηγητές αυτούς» σημειώνει ο Τζέισον Μ. Μπάσκιν. «Εγγενής στα κατακερματισμένα αφηγήματα του Μπέρνχαρντ είναι η αποτυχία όλων των θεσμών και δομών που υποτίθεται πως μας ενώνουν –κληρονομικότητα, οικογένεια, επιστήμη, γλώσσα, πολιτισμός· το μόνο που απομένει είναι η μονήρης, απελπισμένη φωνή του αφηγητή»[3]. Ο εκτεταμένος μονόλογος είναι το βασικό αφηγηματικό όχημα του Μπέρνχαρντ, όχημα που του κληροδότησε η θεατρική του παιδεία. Μάλιστα, τον συνδέει με τη μεγάλη παράδοση συγγραφέων όπως ο Προυστ, ο Μπέκετ, ο Καμί και ο Σαρτρ. Και βέβαια, με την παράδοση του Ντοστογιέφσκι: αν και ο Μπέρνχαρντ αναφέρει στην Αυτοβιογραφία του (μετάφραση: Βασίλης Τομανάς, Εξάντας, 1995) ως θεμελιώδες κείμενο για τον ίδιο τους Δαιμονισμένους, το Υπόγειο μοιάζει να είναι εκείνο το έργο του Ντοστογιέφσκι που άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στον Μπέρνχαρντ.
Όμως, το πιο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό του, η ουσιώδης συνεισφορά του στη λογοτεχνία του 20ου αιώνα, είναι η γλώσσα του. Η πραγμάτευση των εμμονών που ταλαιπωρούν τους βαθιά ψυχαναγκαστικούς, προβληματικούς ήρωές του ώθησε τον Μπέρνχαρντ στην αναζήτηση μιας φόρμας που αφενός να διαφοροποιείται από τους παραδεδομένους κώδικες της συμβατικής λογοτεχνίας και αφετέρου να αποδίδει στην πληρότητά του αυτόν τον παραληρηματικό χαρακτήρα. Έτσι, εκκινώντας από τον παραδοσιακό μονόλογο, σταδιακά –από το δεύτερο και το τρίτο μυθιστόρημά του (Διατάραξη / Verstörung, 1967, και Το ασβεστοκάμινο / Das Kalkwerk, 1970)­– επεξεργάστηκε μια γλώσσα γεμάτη επαναλήψεις, μηρυκασμούς και αναμηρυκασμούς λέξεων και φράσεων και περιδινήσεις νοημάτων που στροβιλίζονται σπειροειδώς γύρω από την εκάστοτε βασική ιδέα. Η προσωπική αυτή γλώσσα του Μπέρνχαρντ, που αποδεικνύεται το καταλληλότερο μέσο απόδοσης του ψυχισμού των χαρακτήρων του, αντλεί από τη μουσική, την οποία επίσης σπούδασε και η οποία είναι συχνά παρούσα στο έργο του. Όπως ένα έργο κλασικής μουσικής, έτσι κι ένα μυθιστόρημα του Μπέρνχαρντ αναπτύσσεται γύρω από ένα θέμα με παραλλαγές, επαναλήψεις, παύσεις, κρεσέντο και ντεκρεσέντο. Οι νότες του Μπέρνχαρντ είναι οι λέξεις του.
[...]
Αν ο Τόμας Μπέρνχαρντ δεν γονιμοποιούσε την απόγνωση με το χιούμορ, αν κάτω από την προφάνεια της ματαιότητας όλων και έναντι όλων που αναδύεται από το έργο του δε διαφαινόταν το πικρά κωμικό βλέμμα του, θα είχαμε πιθανότατα να κάνουμε –εξαιρώντας την αξία των φορμαλιστικών του κατακτήσεων– με έναν ελάχιστα ενδιαφέροντα επίγονο της μακράς σειράς των στερεοτυπικά δύσθυμων λογοτεχνών και φιλοσόφων, αυστριακών (Γκριλπάρτσερ, Μούζιλ, Κράους, Μπροχ) και εν γένει ευρωπαίων (Σοπενάουερ, Νίτσε, Καμί, Σελίν κ.α.). Εκείνο που τον διαφοροποιεί από την κοινοτυπία του δύστροπου και οργίλου αναχωρητή είναι οι λεπτές –όπως και το χιούμορ του, με το οποίο συναρτώνται– χειρονομίες κατάφασης στη ζωή, οι οποίες είναι σποραδικά ανιχνεύσιμες στα κείμενά του· κυρίως όμως το διατρέχουν και άρρητα το νοηματοδοτούν. «Ενώ ο αναγνώστης ίσως δε νιώθει την παρόρμηση να γελάσει με βάση το υλικό που του παρουσιάζεται, το γέλιο ηχεί όλο και δυνατότερα από τα παρασκήνια του έργου του»[10] σημειώνει ο Β. Γκ. Ζέμπαλντ, συγγραφέας που έχει αντλήσει ιδιαίτερα από τον κόσμο του Μπέρνχαρντ.
 [...] Αυτή η ιδιότυπη αντίστιξη (το τι λέει σε σχέση με το πώς το λέει αλλά και ότι τελικά το λέει) είναι θεμελιώδης για την κατανόηση του λογοτεχνικού σύμπαντος του Μπέρνχαρντ. Και εν τέλει, από αυτή την αντίστιξη προκύπτει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον που προκαλεί και θα συνεχίζει να προκαλεί ένας συγγραφέας, τον οποίο στις νεκρολογίες τους η Monde και ο Nouvel Observateur χαρακτήρισαν αντίστοιχα «το σπουδαιότερο συγγραφέα της εποχής μας» και «το μόνο αξιανάγνωστο»[14].

Γιάννης Παλαβός

Ζακ Σεσέ - Η εξομολόγηση του πάστορα Μπύργκ




The Swiss writer Jacques Chessex [...] was the first non-French citizen to win France's most prestigious literary prize, the Prix Goncourt. The precise, sometimes austere beauty of his prose often contrasted with the way he used it to delve into stories of hidden cruelty, crime or passion. While he was respected within Switzerland as a poet, painter and essayist, as well as a novelist, his penchant for revealing the darkly uncomfortable truths beneath the pristine surface of Swiss society found him more than once at odds with the communities in which he lived.
His neighbours in the Swiss village of Ropraz were offended by his 2007 novel Le Vampire de Ropraz, published in Britain as The Vampire of Ropraz by Bitter Lemon Press in 2008, which examined a 1903 miscarriage of justice when a local stable boy caught violating animals was convicted of a series of brutal murders. Chessex wove elements of genre fiction into his portrayal of a backward and repressed society trying to cope with modern criminal horror. But he made the crimes themselves seem an almost inevitable outgrowth of Swiss rural isolation, Calvinist repression, and intense social jealousy, and the obvious parallels to the present were reminiscent of Arthur Miller's The Crucible.
His most recent novel, Un Juif Pour L'Exemple, investigated the 1942 killing of a Jewish cattle trader by Swiss Nazis in Chessex's home town of Payerne, and became a national cause celebre in a country still uncomfortable with the true character of its neutrality during the second world war. Bitter Lemon plan to publish it, entitled A Jew Must Die, in February next year.
Chessex won the Goncourt in 1973 for his novel L'Ogre, published in English translation as A Father's Love in 1975. Detailing a brutal father-son relationship, it drew heavily on his own experience. Chessex was born in Payerne, where his father was a secondary school principal and strict disciplinarian. He was also an etymologist, from which may have sprung Chessex's love of precision in his poetry and prose.
Chessex attended elementary school with the son of the Nazi at the centre of Un Juif pour L'Exemple, then studied at the Jesuit College St Michel in Fribourg, where, aged 17, he founded a poetry magazine, Pays du Lac (Lake Country). His first book of poetry, Le Jour Proche (The Next Day), was published in Geneva in 1954. At Lausanne University he wrote his dissertation on Francis Ponge, the poet and essayist who might be described as a French William Carlos Williams.
The pivotal moment of Chessex's life was the trauma he felt after his father killed himself in 1956. After three more collections of poetry, his first novel, La Tête Ouverte (The Open Head, 1962) won the Schiller prize; the recognition helped him co-found the literary magazine Ecriture in 1964. Still, he followed in his father's footsteps, and taught French literature at Lausanne's Gymnasium.
After the success of L'Ogre, which opens with the death of its protagonist, a teacher's father, he settled in Ropraz, and produced more than 80 books, including 31 novels or other fictions, 28 volumes of poetry, including Les Aveugles du Seul Regard, which won the Prix Mallarmé in 1994, and a number of children's books, one of which, Marie et le Chat Sauvage, was published in English as Mary and the Wild Cat in 1980.
In his 60s he began painting, receiving a number of major exhibitions in Switzerland. He occupied a central position within the French-speaking Swiss cultural world, active as a critic and essayist, and was awarded the Prix Jean Giorno for his life's work in 2007.
Chessex collapsed during a lecture at the Municipal Library in Yverdon les Bains, discussing a play adapted from his 1967 novel La Confession du Pasteur Burg (The Confession of Pastor Burg), an intense work dealing with the conflict between desire and repressive institutions and laws. He had just been asked to comment on the arrest of the film director Roman Polanski.
Married three times, he is survived by his companion Sandrine Fontaine, and two sons, François and Jean. A new novel, Le Dernier Crâne De M De Sade (The Last Skull of M De Sade), is due to be published early next year.

(The Guardian)

Auguste Rodin - Η τέχνη


Το κυρίως σώμα του βιβλίου αποτελείται από μια σειρά «καλλιτεχνικών-φιλοσοφικών» διαλόγων με βασικό ομιλητή τον Ροντέν, τους οποίους είχε την πρωτοβουλία να προκαλέσει και να καταγράψει ο τεχνοκριτικός Paul Gsell, παραδίδοντας έτσι στην παγκόσμια κοινότητα ένα πραγματικό «σεμινάριο», όπου ο μεγαλύτερος –κατά πολλούς– γλύπτης των νεότερων χρόνων παρουσιάζει όχι μόνο τα μυστικά της τέχνης, αλλά και τις άφθαρτες αρχές που δίνουν στη ζωή νόημα και καταξιώνουν τον άνθρωπο. Έχοντας πρωτοεκδοθεί το 1911, το βιβλίο εξακολουθεί να αποτελεί έναν απλό και κατανοητό «οδηγό» περί κάλλους και ζωής, σε καιρούς όχι μόνο χαλεπούς αλλά και δύσμορφους.
Περιλαμβάνοντας φωτογραφικό υλικό που παρουσιάζει τα σημαντικότερα έργα του καλλιτέχνη, το βιβλίο καταλήγει στη γνωστή «Διαθήκη» του Ροντέν, την ύστατη πνευματική παρακαταθήκη που άφησε στους νεότερους ομοτέχνους του – αν και, όπως έχει επισημανθεί, οι ροντενικές απόψεις δεν είναι χρήσιμες μόνο στους γλύπτες αλλά και σε όλους τους καλλιτέχνες.
Η παρούσα έκδοση έχει εμπλουτιστεί με δύο εξαιρετικά οξυδερκή αλλά και βαθιά συγκινητικά κείμενα που αφιέρωσε στον «δάσκαλο» ο Rainer Maria Rilke, ο οποίος άλλωστε διετέλεσε για κάποια χρόνια γραμματέας του Ροντέν: πρόκειται στην πραγματικότητα για ολόκληρο το βιβλίο «Αύγουστος Ροντέν» που ο Rilke κυκλοφόρησε το 1903, αλλά και μια μεταγενέστερη διάλεξή του, του 1907.
Οι παρατηρήσεις του Rilke από τη γνωριμία του με τον Ροντέν και η ανάλυση των έργων του, σε συνδυασμό με τις γόνιμες συζητήσεις που είχε μαζί του ο Gsell, συνθέτουν ένα σύνολο που επιτρέπει στον φιλότεχνο αναγνώστη να προσεγγίσει το μεγαλείο του ροντενικού έργου, αλλά και της ροντενικής ηθικής, της στηριγμένης στην υπομονή, την προσήλωση, τη θέληση και «τον τίμιο κόπο του εργάτη».
 
(κριτική από Καθημερινή και παρουσίαση από Diavasame.gr )

Ρόμπερτ Μούζιλ - Ο νεαρός Τέρλες

 




 "Ο νεαρός Τέρλες" (1906) ένα μυθιστόρημα που οι εγκυρότεροι γερμανοί κριτικοί κατέταξαν πριν από λίγα χρόνια ανάμεσα στα εκατό αριστουργήματα της λογοτεχνίας από την εποχή του Ομήρου ως σήμερα, είναι το πρώτο βιβλίο του αυστριακού συγγραφέα Ρόμπερτ Μούζιλ (1880-1942), και η μόνη επιτυχία που γνώρισε ο δημιουργός του "Ανθρώπου χωρίς ιδιότητες" όσο ζούσε. Ο ήρωας του βιβλίου βασανίζεται γιατί ανακαλύπτει αυτό που είναι πέρα από το λόγο και τη λογική - πέρα από τον υπολογισμό. Μαντεύει, πως η αληθινή ζωή είναι φτιαγμένη από τα άπιαστα κομμάτια μιας άλλης ζωής, και τρομάζει στην ιδέα πως θα μπορούσαμε να τ' αφήσουμε να μας διαφύγουν. Ανακαλύπτει πως το ανέκφραστο συγχέεται συχνά με το ακατονόμαστο, πως ο αισθησιασμός, η ηδονή, δεν μπορούν να αποσπαστούν από τις πιο βαθιές και ουσιαστικές μας εμπειρίες.

(Biblionet.gr)