Κάθε φορά που διαβάζω ένα διήγημα
του Γιώργου Σιώμου, ανακαλύπτω και κάτι καινούριο. Και αυτό είναι που πάντα με
κάνει πιότερο χαρούμενο με ένα καλλιτεχνικό έργο. Ξανά και ξανά μου ερχόταν η
αίσθηση ότι οι λέξεις ριγμένες σαν τους κόκκους της άμμου σε ένα πολύχρωμο ταμπλό
άλλαζαν συνεχώς σχήματα, από μία εσώτερη πνοή, σαν ένα θαύμα ενδεδυμένο μια καθημερινή
φορεσιά. Τα θέματα του απλά, καθημερινά, αυτοβιογραφικά ή όχι. Ορίζει ένα χώρο
όπου πολλές φορές τα γεγονότα ξεκινούν με έναν άφατο ρεαλισμό, αλλά κατόπιν
εξελίσσονται και κτίζουν με ραγδαίους ρυθμούς ένα σχεδόν σουρεαλιστικό τοπίο
που πάντα ξαφνιάζει. Αλλά και ο χρόνος ενίοτε
εκεί γίνεται πολλαπλή αλλά και παράλληλη οντότητα σαν μια Λερναία Ύδρα χωρίς
Ηρακλή να τη βγάλει από τη μέση, απείρως πιο τρομακτική από αυτή που
απεικονίζουν τα ρολόγια μας.
Ό,τι
ο Σιώμος έχει να πει, το λέει μια και καλή, μια κι έξω. Μία λάβα που χύνεται,
μάγμα, μία γραφή λιτή και απέριττη, χωρίς πολλά λογοτεχνικά στολίδια, σαν
πίνακας αφηρημένης ζωγραφικής, πάντα χωρίς το φόβο του κενού. Από μνήμες, από θύμησες, από πράγματα που
συνέβησαν μέσα στο χρόνο και έξω από αυτόν, σκαλίζει τις λέξεις, λαξεύει απλά τα
έργα του σαν καλός τεχνίτης για να
φτιάξει μια αφρικανική μάσκα που σε ατενίζει με το τρομακτικό και αμείλικτο βλέμμα
του θεού πίσω από το μαόνι, με τον μαγικό εκείνο τρόπο που σου αφήνει απορίες
και ανατριχίλα, για το τι κρύβεται εκεί ανάμεσα στη μαύρη σχισμή των ματιών. Εκεί
δηλαδή που φωλιάζουν όλα εκείνα τα ερωτήματα που δεν τολμούμε ποτέ να κάνουμε,
ή που αναβάλλουμε πάντα ξανά και ξανά για το επόμενο πρωινό. Ακριβώς δηλαδή σαν
ένα γλυπτό που αν το τριγυρίσεις και το δεις από μία άλλη σκοπιά θα καταλάβεις
και θα νιώσεις πάντα κάτι διαφορετικό. Τα διηγήματα του Σιώμου αναπνέουν ελεύθερα,
ορμητικά, και ο αναγνώστης νιώθει αυτή την ακαταμάχητη ανάσα, όποιος ή όποια και
να είναι. Λέξεις που σχηματίζονται κάτω από το φως του νέον σε ένα σοκάκι της
Θεσσαλονίκης, που γεννιούνται σε ένα μικρό ξεχασμένο από το χρόνο χωρίο των
Γρεβενών, που σφυρηλατούνται ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους ενός μικρού
αποπνικτικού γραφείου μίας υπηρεσίας.
Ένα φορτηγό δίχως φρένα στην κατηφόρα, όνειρα
φτιαγμένα από προσδοκίες που πέθαναν εδώ και καιρό αλλά και το ατόφιο χρυσάφι
της γροθιάς της ζωής που τσαλακώνει χωρίς ενδοιασμούς όλους τους επίδοξους
πυγμάχους που έχει ανεβάσει στο καναβάτσο, όλους εμάς. Πρόσωπα, καταστάσεις αλλά
και λεπτή ειρωνεία περασμένη μέσα από την τρύπα μίας βελόνας, χωρίς όμως πίκρα,
χωρίς θρήνους μήτε βρυχηθμούς. Στο τέλος μένει αποσιωπημένη κομψά μια βαθιά στωική
σοφία. Η ευτυχής ενατένιση των πραγμάτων μόνο και μόνο για το εσώτερο φως τους.
Ευτυχώς για μας, η ανάσα τούτων των λέξεων δεν θα είναι ποτέ η τελευταία. Το
φως που απεικονίζουν είναι τέτοιο. Άσβηστο. Σαν τον ανίκητο Κερκ Ντάγκλας των
παιδικών μας χρόνων, σαν τον εύθυμο τυφλό τηλεφωνητή, χαμογελά πλατιά εν τέλει
απέναντι σε κάθε αντιξοότητα. Σβήνει έτσι οριστικά και αμετάκλητα κάθε σκοτάδι
που είχε αφήσει να εννοηθεί μέσα από τα διηγήματά του κάτω από μια σιδερένια
θέληση. Τη θέληση για ζωή.
Δ.Κ.