“Ριπές φυγής είναι τα κείμενά μας τα μικρά κι εμείς δραπέτες του παρόντος”
Τα
« μικρά πεζά » είναι το τέταρτο, κατά σειρά, βιβλίο με διηγήματα που
έγραψε ο Γιώργος Σιώμος κατά τη δωδεκαετή περίοδο της συνταξιοδότησής
του που αποδεικνύεται τελικά πολύ γόνιμη και παραγωγική. Ξεκινώντας με
τον « ΚΟΡΥΔΑΛΛΟ » το 2012 από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια, δεκαεννιά
ιστορίες με έντονο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα οι οποίες προσπαθούν να
αναστήσουν μια εποχή (1950-1967) και έναν τρόπο ζωής που χάθηκε στην
γενέτειρά του τη Λόχμη Γρεβενών, συνεχίζει με «ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
ΠΑΠΑ »το 2014, από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, άλλες είκοσιδύο ιστορίες
από τη Βέροια κυρίως στην οποία διαμένει από το 1992, οι οποίες δοσμένες
με ρεαλισμό αλλά και με λυρισμό αφηγούνται καθημερινές σκηνές μιας
πόλης και μιας κοινωνίας που αλλάζουν και δυσκολεύουν τον ευαίσθητο
άνθρωπο να προσαρμοστεί «τον περιπατητή που αναζητά τον κότσυφα στην
κορυφή του πεύκου, να ξεκαρφώσει μια σπάνια λέξη και να τελειώσει ένα
ποίημα που κρέμονταν σακάτικο για μέρες». Έπεται «Ο κόκκινος σπάγκος»το
2017 από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σαφώς ωριμότερο βιβλίο, με ευρεία
θεματική και πανανθρώπινο βλέμμα, στο οποίο διατηρώντας το ίδιο λιτό και
ανεπιτήδευτο ύφος, τα ίδια τυραννικά υπαρξιακά ερωτήματα για την μοίρα
του ανθρώπου, για τη ζωή και τον θάνατο, επεκτείνεται πάρα πέρα και
καυτηριάζει και την ηθική και οικονομική κρίση της χώρας μας, καθώς και
το έλλειμμα ανθρωπιάς στον πλανήτη Γη. Τι νέο λοιπόν κομίζουν τα «μικρά
πεζά» είναι το εύλογο ερώτημα που θα μπορούσε ο καθένας να θέσει;
«
Ριπές φυγής είναι τα κείμενά μας τα μικρά κι εμείς δραπέτες του
παρόντος. Το καλούπι που φτιάξανε ερήμην μας δεν μας χωράει πια και
νιώθουμε σαν πόδι σε στενό παπούτσι. Γυρεύουμε αφορμές να φεύγουμε από
ένα άθλιο παρόν, όπου μια μπότα πατάει μέχρι θανάτου σε ανθρώπινο κεφάλι
».
Το πρόσφατο βιβλίο του Γιώργου Σιώμου είναι στην ουσία μια
ανακεφαλαίωση όλων των προηγούμενων θεμάτων, μελέτη της ζωής και του
θανάτου, αγάπη για τα παιδιά και τον άνθρωπο και κυρίως τις γυναίκες,
τις ξεχασμένες γλώσσες και για την ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου
εγκλωβίστηκε τις ημέρες της καραντίνας. Είναι μια δοκιμή και μια
προσπάθεια να δραπετεύσει, όπως λέει και ο ίδιος από ένα άθλιο παρόν,
όπου μια μπότα πατάει μέχρι θανάτου το ανθρώπινο κεφάλι. Σαφώς πιο
ώριμος και γερνώντας ο συγγραφέας νιώθει την ανάγκη να μας μιλήσει για
τα απλά, τα καθημερινά, τα μικρά πεζά που όμως με την τέχνη του και το
λογοτεχνικό του τάλαντο τα καθολικεύει και μας κάνει συμμέτοχους στις
δικές του μικρές ή μεγάλες χαρές, στα παράπονα και στο θυμό του, στους
αναστεναγμούς και στις συγκινήσεις του προκαλώντας μας έντονα
συναισθήματα. Καταφέρνει το Εγώ του να το αναγάγει στο Εμείς και
μολονότι μοιάζει όλο το βιβλίο με ημερολόγιο ή μικρά χρονικά, κατορθώνει
να μας κάνει συμπρωταγωνιστές και να αναγνωρίζουμε σε πολλά αφηγήματα
πλευρές του εαυτού μας. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.
Ο
τίτλος της συλλογής «μικρά πεζά», όλα με μικρά, όπως και οι τίτλοι των
συλλογών που προηγήθηκαν, είναι πολύ επιτυχημένος και κρύβει μια
ταπεινότητα και έναν αυτοσαρκασμό, καθώς ο συγγραφέας εκδηλώνει σε
αρκετά σημεία την οργή και την πικρία του, τόσο για πολλούς εκδοτικούς
οίκους, αλλά και για πολλούς «φίλους» που αμφιβάλλουν για την αξία των
κειμένων του. Ο ίδιος όμως, όπως και ο καλοπροαίρετος αναγνώστης
γνωρίζουν ότι τα μικρά αυτά, πεζοτράγουδα θα τα ονόμαζα εγώ, είναι
ειλικρινείς εξομολογήσεις που μέσα τους κρύβουν τον πόνο και τον
αναστεναγμό του απλού ανθρώπου ο οποίος δίνει μεγάλο αγώνα να κρατηθεί
όρθιος στην καταρρέουσα ελληνική κοινωνία και έχουν μεγάλη αξία: «Να
κάνεις ένα κόπο να το γράψεις, να καταπιείς νύξεις και υπονοούμενα αλλά
και ανοιχτές προσβολές από φίλους... να ψάχνεις κάνα χρόνο να βρεις
εκδότη... άλλος ζητάει παράδες, καθότι έχουμε κρίση, κι εσείς κύριε,
είσαστε άγνωστος, άσημος δεν σας γνωρίζει ούτε η μάνα σας, βρίσκεστε
μακριά από την πρωτεύουσα, έχετε και μια ηλικία εδώ που τα λέμε, τι
καινούργιο να κομίσετε... » Το βιβλίο σελ. 93 -94.Απευθυνόμενος με
κάποιο κυνισμό στους φίλους του που αδιαφορούν για το νέο του βιβλίο
λέει με λόγια τσεκουράτα: «Ξέρω πότε θα έλθετε στην ώρα σας. Πότε θα
είστε συνεπείς στο ραντεβού σας μαζί μου. Όταν τα τινάξω και δεν θα σας
έχω πια καμιά ανάγκη. Γι’ αυτό προνόησα, στο συμβόλαιο με τον εκδότη, να
μην τα πολτοποιήσει όσα χρόνια κι αν περάσουν. Αλλά να τα δώσει στο
γραφείο τελετών Ο Αρχάγγελος για να τα μοιράζει στον καθένα σας την ώρα
που κλαψουρίζοντας θα μου ρίχνετε χώμα με τη σέσουλα και θα μου εύχεστε
καλό παράδεισο. Όμως σας στο λέω εδώ είναι ο δικός μου παράδεισος. Στον
δρόμο που οδηγεί στο βιβλιοπωλείο»Κιρμπάνια σελ. 151-152.Πόση
ειλικρίνεια και πόση αλήθεια κρύβουν αυτά τα λόγια για την ψεύτικη φιλία
των ημερών μας!
Ας δούμε όμως τι καινούργιο κομίζει το νέο βιβλίο
του Γιώργου Σιώμου και γιατί αξίζει να διαβαστεί. Το ύφος και ο λόγος
του βέβαια δεν αλλάζουν και, όπως τονίζει και ο ίδιος στο μότο για το Κ6
Βιβλίο «Σπασμένες πέτρες είναι οι στίχοι μου ακατέργαστες». Απελέκητος
και λαϊκός ο λόγος του είναι τώρα πιο επιγραμματικός και πιο λακωνικός
πλήρης θυμοσοφίας και στοχασμού και πιο δραματικός και ελεγειακός σε
ορισμένα κεφάλαια. Χειρίζεται με μεγάλη ευκολία το ασύνδετο σχήμα και ο
λόγος του ρέει απρόσκοπτα χρησιμοποιώντας όλα τα πρόσωπα. Το καινούργιο
στη μορφή και τη δομή είναι ότι το βιβλίο είναι χωρισμένο σε εννιά
κεφάλαια και ο συγγραφέας προσπαθεί να μελετήσει μέσα από το δικό του
οπτικό πρίσμα τον άνθρωπο και το περιβάλλον του: τα παιδιά, τις
γυναίκες, τους ανθρώπους, τις ξεχασμένες γλώσσες, το χυμό των ροδιών, το
βιβλίο, τα δέντρα, το σπίτι με τα κεραμίδια και τις ημέρες καραντίνας.
Σε κάθε κεφάλαιο προηγείται και ένα μότο το οποίο προϊδεάζει για το
περιεχόμενό του. Η μοναχικότητα του και η στέρηση της ελευθερίας σίγουρα
έχουν παίξει το ρόλο τους στη συγγραφή αυτού του βιβλίου στο οποίο με
το παρατηρητικό του βλέμμα και τη μεγάλη του ευαισθησία ο συγγραφέας
καταπιάνεται με τα μικρά καθημερινά πράγματα που για τους περισσότερους
περνούν απαρατήρητα, τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους, αλλά και τους
άξιους που όμως δεν είναι διάσημοι, με τις ξεχασμένες γλώσσες και
συγκεκριμένα με την βλάχικη, έχοντας δεχθεί ευεργετική επίδραση από το
βιβλίο και το cdω λε λε του Βασίλη Νιτσιάκου. Καταγγέλλει την αδικία,
την απανθρωπιάκαι επιστρέφει στο τέλος στην πατρική του γη που επικρατεί
η ερημιά και ο θάνατος και τα εφιαλτικά του όνειρα.
Έτσι, τα παιδιά που αποτελούν την ελπίδα
του μέλλοντος, έχοντας όλες τις ανέσεις τους σε αντίθεση με τα παιδιά
παρελθόντων ετών, παίζουν αμέριμνα αλλάαποτελούν και «τα ολοκαίνουργια
γρανάζια στον παμπάλαιο μηχανισμό αναπαραγωγής του είδους, τις
ολοκαίνουργιες βίδες και τα γυαλιστερά παξιμάδια στον ατέρμονα μηχανισμό
παραγωγής του πλούτου για μια χούφτα αχόρταγους», οι γυναίκες που
βγαίνουν για καφέ είναι λουλούδια και τις θαυμάζει για την υπομονή τους
και την αντοχή τους και για το βαρύ φορτίο που σηκώνουν ανέκαθεν,
υμνώντας και την αισθητική αλλά και την αισθησιακή τους ομορφιά, οι
άνθρωποι που όλο και λιγότερο κοιτάζονται στα μάτια «είναι κόκκοι από
την ψίχα σκληρού κατά τα άλλα καρυδιού, συντετριμμένοι από τα απανωτά
σφυροκοπήματα, άλλοι για καρυδόπιτα πλασμένοι και άλλοι για τούρτες
μνημοσύνων», ζουν μέσα στην μοναξιά τους και προσπαθούν να διασκεδάσουν
την ανία τους, αναζητώντας μια παρηγοριά στον άλλο ο οποίος όμως είναι
και μια ενόχληση. Κάποιοι βέβαια ξεχωρίζουν κι ας είναι άσημοι. Για τις
ξεχασμένες γλώσσες «που μοιάζουν με καράβια ακίνητα» αφιερώνει οκτώ
μικρά αφηγήματα και ταξιδεύει με τους στίχους του βλάχου από την
Αητομηλίτσα και την όμορφη μουσική πάνω στις κορφές τις Πίνδου και στα
χειμαδιά της Θεσσαλίας βιώνοντας τη δύσκολη αλλά γοητευτική και περήφανη
ζωή των σκληροτράχηλων τσελιγκάδων, σε σημείο που να σκέφτεται «να
καταγγείλει αυτόν τον άνθρωπο για κατάληψη σκέψης ή να ακούει το cdμέχρι
σκασμού ». Στο Κ5 Χυμός ροδιών η θεματική του είναι ευρεία και
αναφέρεται τόσο σε προσωπικά βιώματα, όσο και σε σχόλια για την σύγχρονη
ελληνική κοινωνία, ενώ στο Κ6 Το βιβλίο αφηγείται την ανάγκη του και
την αγάπη του για τη γραφή, την τύχη των βιβλίων του και την πικρία του
για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει για την έκδοση και την αποδοχή. Στα
τρία τελευταία κεφάλαια τα οποία τα έγραψε κατά τη διάρκεια της
καραντίνας ξαναγυρίζει στη γενέτειρά του και με ιδιαίτερη ευαισθησία
αφηγείται την ομορφιά του τοπίου, αλλά και την ερημιά και την
εγκατάλειψη, τον θάνατο ως μνήμη αλλά και ως προσμονή και τα εφιαλτικά
όνειρα που αβγαταίνουν. Η συλλογή κλείνει με τρία διηγήματα, Ο χάλκινος
θώρακας, Το πιάνο, Κιρμπάνια. Στο τελευταίο καταγγέλλει την ψεύτικη
φιλία, αλλά ελπίζει ότι θα βρεθούν και κάποιες αδερφές ψυχές ανά τον
κόσμο που θα ενδιαφερθούν για το βιβλίο του: «Είναι φορές που μες στην
πυρκαγιά του μυαλού μου, πετιέται μια σκέψη, ότι ίσως, κάπου κάποτε στα
Κύθηρα ή στη Σαμοθράκη, στη Γαύδο ή στον Έβρο, στην Αθήνα ή στη
Σαλονίκη, στη Μπανγκόγκ ή στο Ρέικιαβικθα βρεθεί μια αδελφή ψυχή, μπορεί
και δυο και τρεις, που θα βρουν το βιβλίο μου στο σκονισμένο ράφι ενός
βιβλιοπωλείου που ετοιμάζεται να κλείσει, θα το ανοίξουν, θα νιώσουν το
ανατρίχιασμα που προκαλεί το πάθος των ψυχών που μοιάζουν μεταξύ τους,
θα λαμπυρίσει ένα δάκρυ στα καθαρά τους μάτια και θα κατασιγάσει τότε ο
κοχλασμός των αισθημάτων μου και μια ηρεμία, μια γαλήνη θα απλωθεί στο
νου και στη καρδιά μου».
Το νέο βιβλίο του Γιώργου Σιώμου είναι
μια κατάθεση ψυχής, ένας ώριμος καρπός ενός λαϊκού ανθρώπου που έχει
εντρυφήσει στα ανθρώπινα και με ντομπροσύνη, ειλικρίνεια και τόλμη ξέρει
με ωραίο τρόπο να λέει αλήθειες με καθαρά λόγια που προκαλούν γνήσια
συγκίνηση, γιατί μας θυμίζουν την χαμένη μας ανθρωπιά, γι’ αυτό σίγουρα
θα είναι καλοτάξιδο και θα βρει πολλές αδελφές ψυχές...
Στέργιος Πουρνάρας, φιλολόγος,
Πρόεδρος Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών ΠΕ Γρεβενών
πηγή: https://greveniotis.gr