Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

Μαρίνα Λαμπράκη - Πλάκα - Οι πραγματείες περί ζωγραφικής Αλμπέρτι και Λεονάρντο




Λεονάρντο Ντα Βίντσι: "Πώς να ζωγραφίσετε μια καταιγίδα"
      Αν θέλεις να παραστήσεις σωστά μια καταιγίδα, παρατήρησε και αναλογίσου πώς φυσά ο άνεμος πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας και της ξηράς, πώς σηκώνει κι αρπάζει ό,τι δεν είναι στέρεα ριζωμένο στο χώμα. Για να απεικονίσεις σωστά την καταιγίδα, ζωγράφισε πρώτα τα σύννεφα σκισμένα, κομματιασμένα, καθώς τα παρασύρει ο αέρας μαζί με την ψιλή άμμο που σηκώνει από την αυλή. Ανακάτεψε κλαδιά και φύλλα που τα σκόρπισε ο άνεμος μαζί με άλλα ελαφρά αντικείμενα. Δένδρα και χόρτα λυγίζουν στη γη σα να ακολουθούν καταπόδι τη φορά του αέρα και τα κλαδιά τους στρουφίζουν χάνοντας τη φυσική τους κατεύθυνση, ενώ τα φύλλα τους αναστρέφονται. Μερικοί άνθρωποι έχουν πέσει χάμω τυλιγμένοι στους μανδύες τους και μόλις αναγνωρίζονται από τη σκόνη. Άλλοι πάλι έχουν καταφύγει κάτω από δένδρα και αγκαλιάζουν τον κορμό τους για να μη παρασυρθούν. Άλλοι προστατεύουν τα μάτια από τη σκόνη με τις παλάμες τους, σκύβουν στη γη κι αφήνουν τα ρούχα και τα μαλλιά τους να τα δέρνει ο αέρας...   [...]

(απόσπασμα, σελ. 251-253)

D.K.

Italo Calvino - Το κάστρο των διασταυρωμένων πεπρωμένων


Μετά από ένα περιπετειώδες πέρασμα σε ένα μυστηριώδες δάσος, κάποιοι άγνωστοι μεταξύ τους ταξιδιώτες βρίσκονται να δειπνούν όλοι μαζί σε ένα παλιό κάστρο. Έχοντας, για κάποιο άγνωστο λόγο, χάσει τη λαλιά τους, οι ταξιδιώτες αρχίζουν να διηγούνται ο καθένας την ιστορία του χρησιμοποιώντας μια τράπουλα ταρό, και αυτές οι ιστορίες τους διασταυρώνονται οριζοντίως και καθέτως σε ένα περίεργο όσο και πρωτότυπο παζλ.

Ένα από τα πιο γνωστά σε όλο τον κόσμο έργα του Ίταλο Καλβίνο και ίσως το πιο πρωτότυπο από όλα, το "Κάστρο των διασταυρωμένων πεπρωμένων" πρωτοκυκλοφόρησε στην Ιταλία το 1973 προκαλώντας την περιέργεια και τον θαυμασμό κοινού και κριτικής, εγκαινιάζοντας, ταυτόχρονα, την τελευταία και πιο ώριμη φάση της δουλειάς του μεγάλου ιταλού συγγραφέα (1923-1985).

πηγή: http://www.biblionet.gr

Primo Levi - Αν αυτό είναι ο άνθρωπος



Χαζεύοντας και ψάχνοντας ράφια σε μια αγαπημένη βιβλιοθήκη, βρέθηκε στα χέρια μου το παραπάνω βιβλίο, το "Εάν αυτό είναι ο Άνθρωπος" του Primo Levi. Αμέσως το δανείστηκα και το διάβασα μέσα σε λίγες μέρες. Αυτοβιογραφικό, γραμμένο το 1947, θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας με θέμα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.  Σκέψεις, βιωματικές εμπειρίες παρουσιάζονται με σκοπό να μη σβηστούν από την μνήμη... Απίστευτη η κτηνωδία του ανθρώπου κάτω από το πέπλο του Φασισμού, ασύλληπτα τα εγκλήματα των Γερμανών.

Ο Primo Levi, ιταλοεβραϊκής καταγωγής, γεννήθηκε το 1919 και σπούδασε χημικός. Συνελήφθη το 1943 ως μέλος της αντιφασιστικής αντίστασης κατά τη διάρκεια του πολέμου και στάλθηκε στο Άουσβιτς. Η εμπειρία του καταγράφεται σε αυτό το αυτοβιογραφικό του κείμενο Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, που θεωρείται παγκοσμίως ένα από τα σημαντικότερα κείμενα για το Ολοκαύτωμα.
Αντιγράφω κάποια αποσπάσματα του...

«Στη ζωή όλοι ανακαλύπτουν – αργά ή γρήγορα – ότι η απόλυτη ευτυχία είναι ανέφικτη, αλλά λίγοι θα εμβαθύνουν στο αντίθετο συλλογισμό: ότι ανέφικτη είναι και η απόλυτη δυστυχία. Οι περιστάσεις της ζωής που αποκλείουν την πραγματοποίηση και των δυο αυτών οριακών καταστάσεων, απορρέουν από την ανθρώπινη φύση, φύση εχθρική προς την έννοια του απείρου. Τις αποκλείει η σταθερή άγνοια του μέλλοντος που άλλοτε ονομάζεται ελπίδα και άλλοτε αβεβαιότητα για το αύριο. Τις αποκλείει η βεβαιότητα του θανάτου που βάζει τέλος σε κάθε χαρά αλλά και σε κάθε θλίψη. Τις αποκλείουν οι αναπόφευκτες υλικές φροντίδες που όπως δηλητηριάζουν τη διαρκή ευτυχία, με τον ίδιο τρόπο μας αποσπούν αδιάκοπα από τη σκέψη της δυστυχίας που μας απειλεί, καθιστώντας την αποσπασματική και γι’ αυτό υποφερτή. Οι στερήσεις, το κρύο, η δίψα, τα χτυπήματα ήταν ακριβώς αυτά που δεν μας άφησαν να βουλιάξουμε στο κενό της απέραντης απελπισίας, στη διάρκεια του ταξιδιού και μετά. Όχι ακριβώς η επιθυμία μας να ζήσουμε ούτε η συνειδητή εγκαρτέρηση: γιατί οι άνθρωποι που είναι ικανοί γι’ αυτό είναι λίγοι και εξαιρετικοί, κι εμείς δεν ήμασταν παρά κοινοί άνθρωποι» (σελ. 18-19)

«Το φορτηγό σταμάτησε και είδαμε μια μεγάλη πύλη και πάνω της μια επιγραφή ζωηρά φωτισμένη (η ανάμνηση της με βασανίζει ακόμα στα όνειρα μου) : ARBEIT MACHT FREI, η εργασία απελευθερώνει.» (σελ. 24)

«Τότε, για πρώτη φορά, συνειδητοποιήσαμε ότι η γλώσσα μας δεν έχει λέξεις για να εκφράσει αυτή την ύβρι, την εκμηδένιση του ανθρώπου. Σαν προικισμένοι με την ενορατική ικανότητα των προφητών είδαμε την πραγματικότητα: είμασταν στον πάτο.» (σελ. 30)

«Η λογική σπάνια καθοδηγεί τη σκέψη των ανθρώπων όταν κινδυνεύει η ζωή τους. Συνήθως υιοθετούν τις πιο ακραίες σκέψεις.» (σελ. 45)

«...γιατί σε πέντε λεπτά θα αρχίσει η διανομή του ψωμιού-pane-brot-broit-chleb-pain-lechem-kenyer, της ιερής γκρίζας μάζας που φαντάζει τόσο τεράστια στα χέρια των άλλων και τόσο μικρή, που σού 'ρχεται να κλάψεις, όταν είναι στα δικά σου.» (σελ. 45)

«Στο Ka-Be, παρένθεση σχετικής ηρεμίας, αντιληφθήκαμε ότι η ανθρώπινη υπόσταση είναι εύθραυστη, ότι αυτή κινδυνεύει περισσότερο από την ζωή. Και οι αρχαίοι σοφοί αντί να μας νουθετήσουν "να θυμάσαι ότι θα πεθάνεις" θα ήταν καλύτερο να μας υπενθύμιζαν ότι αυτός είναι ο πιο σοβαρός κίνδυνος. Εάν μέσα απ' τα στρατόπεδα θα μπορούσε να δραπετεύσει ένα μήνυμα και να φτάσει στους ελεύθερους ανθρώπους θα ήταν αυτό: Προσπαθήστε να μην υποστείτε στο σπίτι σας αυτό που έχει επιβληθεί σε εμάς εδώ.» (σελ. 65)

«Δίπλα μας στέκει μια ομάδα Ελλήνων, αυτοί οι φοβεροί και αξιοθαύμαστοι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, πεισματικοί, κλέφτες, σοφοί, αμείλικτοι και αλληλέγγυοι, αποφασισμένοι να ζήσουν, ανελέητοι αντίπαλοι στον αγώνα της επιβίωσης: από αυτούς τους Έλληνες που υπερίσχυσαν στις κουζίνες και στο εργοτάξιο, που ακόμα και οι Γερμανοί υπολογίζουν και οι Πολωνοί φοβούνται. Έκλεισαν τρία χρόνια στο Άουσβιτς, αυτοί ξέρουν καλύτερα από τον καθένα τι είναι το στρατόπεδο. Στέκονται στο κύκλο με τους ώμους κολλητά ο ένας στον άλλο και τραγουδούν μια μακρόσυρτη μελωδία.» (σελ. 85)

«Αυτή η χρονιά πέρασε γρήγορα. Σαν τώρα, πέρυσι, ήμουν ελεύθερος: εκτός νόμου, αλλά ελεύθερος, είχα όνομα, οικογένεια, ανήσυχο και άπληστο πνεύμα, ήμουν υγιής και ζωηρός. Σκεφτόμουν πολλά πράγματα, μακρινά: τη δουλειά μου, το τέλος του πολέμου, το καλό και το κακό, την φύση των πραγμάτων και τους νόμους που κατευθύνουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, σκεφτόμουν τα βουνά, το τραγούδι, τον έρωτα, τη μουσική, την ποίηση.» (σελ. 173)

«Να εκμηδενίσεις τον άνθρωπο είναι δύσκολο, όσο και να τον δημιουργήσεις: δεν ήταν απλό, πήρε χρόνο, αλλά τα καταφέρατε, Γερμανοί. Είμαστε υπάκουοι κάτω από το βλέμμα σας, δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτα από μας: καμιά πράξη αντίστασης, καμιά λέξη πρόκλησης, κανένα κριτικό βλέμμα.» (σελ. 181)

«26 Ιανουαρίου 1945: Ο κόσμος μας ήταν ένας κόσμος νεκρών και φαντασμάτων. Το τελευταίο ίχνος πολιτισμού έσβησε μέσα μας και γύρω μας. Το έργο της αποκτήνωσης που άρχισαν οι θριαμβευτές Γερμανοί, το ολοκλήρωσαν οι ηττημένοι Γερμανοί.» (σελ. 206)

«Ο φασισμός ήταν ακόμα παρών, αλλά κρυμμένος μέσα στο κουκούλι του.  Προετοίμαζε την αλλαγή του για να εμφανιστεί ξανά με καινούργιο πρόσωπο, μη αναγνωρίσιμο, πιο αξιοσέβαστο, προσαρμοσμένος στις καινούργιες συνθήκες ενός κόσμου ο οποίος έβγαινε από την καταστροφή που ο ίδιος ο φασισμός είχε προκαλέσει.» (σελ. 213)

Ένα βιβλίο-υπόκλιση στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ένα βιβλίο-κατηγορώ στην κτηνωδία υπανθρώπων. Ένα βιβλίο-υπενθύμιση του τι σημαίνει "φασισμός", στην πιο τερατώδη του έκφραση. Μια από τις πλέον συγκλονιστικές μαρτυρίες των εποχών μας, ένα βιβλίο διαμάντι που θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία, το οποίο αξίζει να αναζητήσετε.
 
πηγή: http://roadartist.blogspot.gr

Hermann Broch - Τσερλίνε



Ο Χέρμαν Μπροχ γεννήθηκε στην Βιέννη το 1886. Αρχικά εργάστηκε στο υφαντουργείο του πατέρα του, αλλά το 1925, όταν πλησίαζε τα σαράντα, εγκατέλειψε τη θέση του για να σπουδάσει μαθηματικά, φιλοσοφία και ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Το 1932 εκδίδεται το πρώτο του μυθιστόρημα, "Οι Υπνοβάτες", το οποίο όμως, λόγω της καταστάσεως που επικρατούσε στην Γερμανία και την Αυστρία εκείνη την εποχή, το επισημαίνουν μόνον οι λογοτεχνικοί κύκλοι. Αμέσως μετά την προσάρτιση της Αυστρίας από τους Ναζί, ο Μπροχ συλλαμβάνεται από την Γκεστάπο. Αποφυλακίζεται με την παρέμβαση των φίλων του, και ιδίως του Τζαίημς Τζόυς. Μεταναστεύει στην Αμερική όπου και τελειώνει το πιο σημαντικό του έργο, "Τον θάνατο του Βιργιλίου". Ο Μπροχ πέθανε το 1951 στο Νιού Χέηβεν. Εκτός από μυθιστορήματα έγραψε και ποιήματα, θεατρικά έργα, καθώς και κριτικά και φιλοσοφικά δοκίμια.

Οι "Αθώοι" μάς δίνουν την πιο βαθιά και πιο έγκυρη έκφραση της βιωματικής γνώσης του ναζισμού. Στο μυθιστόρημα αυτό, ο Χέρμαν Μπροχ ανέλυσε το ναζισμό πριν από την πολιτική του επικράτηση, καταδεικνύοντας την ύπαρξή του στην καθημερινή ζωή και τις διαπροσωπικές σχέσεις των κοινωνικών στρωμάτων που -ανεξάρτητα από την πολιτική τους τοποθέτηση- τον εξέθρεψαν.

Οι ήρωές του, εμπνευσμένοι από την όπερα του Μότσαρτ Ντον Τζιοβάνι, ζουν και δρουν χωρίς συνείδηση των κοινωνικών και πολιτικών συνεπειών των πράξεών τους, αμέτοχοι στα όσα συμβαίνουν γύρω τους, "αθώοι" και συνάμα συνένοχοι στην επερχόμενη βαρβαρότητα. Είναι ένας νέος τύπος "πολιτών του 20ού αιώνα", που φέρνει στο νου τη σημερινή πραγματικότητα της αδιαφορίας και της πολιτικής απάθειας.

http://www.perizitito.gr

Σημ: Η "Τσερλίνε" είναι ένα διήγημα από τη συλλογή-μυθιστόρημα (στο στυλ που εγκαινίασε στη λογοτεχνία ο Μπαλζάκ με την "Ανθρώπινη Κωμωδία" του).


D.K.

Σενέκας - Επιστολές στον Λουκίλιο



Ο «Λεύκιος Ανναίος Σενέκας» αποτελεί μία αμφιλεγόμενη προσωπικότητα στην πολιτική, φιλοσοφική και ποιητική ιστορία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Γεννημένος το 4 π.Χ. στην Κορδούη της Ισπανίας, ζει στην εποχή της βασιλείας των πέντε πρώτων Ρωμαίων Καισάρων. Βίωσε συχνές εναλλαγές σε διάφορα πόστα εξουσίας και μία δεκαετή περίοδο εξορίας. Επιστρέφει στην Ρώμη το 50 μ.Χ. κατόπιν επίσημης ανάκλησής του από την Αγριππίνα, που πρώτα τον διορίζει πραίτωρα και κατόπιν παιδαγωγό του γιού της Νέρωνα. Μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Νέρωνα, ο Σενέκας υπηρετεί για λίγα χρόνια ως μυστικοσύμβουλος του αυτοκράτορα. Σύντομα όμως, η μεγάλη του εξουσία και περιουσία, προκαλεί έριδες που τον φέρνουν σε δυσμένεια και απομακρύνεται από την αυλή. Το 65 μ.Χ., αποκαλύπτεται η συνομωσία του Πείσωνα κατά του Νέρωνα. Ανάμεσα στους κατηγορούμενους της συνομωσίας, βρίσκεται και ο Σενέκας, ο οποίος διατάζεται να δώσει τέλος στην ζωή του ανοίγοντας τις φλέβες του. Οι «Επιστολές προς Λουκίλιο», αποτελούν το κύκνειο άσμα του Σενέκα· έργο που αγαπήθηκε διαχρονικά ανά τους αιώνες από πολλούς ανθρώπους.

http://naytilostoydiadiktyoy.blogspot.gr

Hippolyte Taine - Φιλοσοφία της τέχνης

            
        Επηρεασμένος από το «θετικισμό» του Auguste Comte, που έθετε την εμπειρία σαν βάση για την ανθρώπινη γνώση, ο Hippolyte Taine διατύπωσε τη φιλοσοφία της τέχνης «Philosophie de lart», την οποία ασπάστηκαν οι νατουραλιστές. Σύμφωνα με αυτήν ο άνθρωπος εξαρτάται από την κληρονομικότητα, τον κοινωνικό του περίγυρο και την ιστορική στιγμή. Οι εμπειρίες λοιπόν του ατόμου συσχετίζονται άμεσα με αυτούς τους παράγοντες (της φύσης), οπότε αυτός είναι ανελεύθερος, κινείται σύμφωνα με το ένστικτό του και δε φέρει ευθύνη για τις πράξεις του. Και αφού δεν υπάρχει ηθική στη φύση, δε θα πρέπει να υπάρχει ούτε στην τέχνη. Η τέχνη θα πρέπει να παραμένει αντικειμενική και κάθε έργο να είναι σαν ένα επιστημονικό πείραμα βασισμένο στην παρατήρηση της πραγματικότητας.


Ίρις Βατσέλλα

Albert Camus - Η πτώση


Ο Ζαν-Μπατίστ-Κλαμάνς είναι ένας "ήρωας της εποχής μας": η εξυπνάδα του να στέκεται πάντα στη "σωστή" πλευρά της ζωής τον κάνει έναν άντρα ικανοποιημένο από τον εαυτό του, έναν άνθρωπο που χρησιμοποιεί την υποκρισία για να αρέσει στους άλλους. Μέχρι που μια νύχτα ακούει μια άγνωστή του γυναίκα να πέφτει στα νερά ενός ποταμού. Αυτός ο τόσο καλός, ο τόσο ελεήμων, ο τόσο συμφιλιωμένος με την "σωστή", ανθρώπινη συμπεριφορά, δεν θα τη βοηθήσει και τότε όλα γύρω του θα καταρρεύσουν. Μετά τον "Ξένο" και την "Πανούκλα", ο Καμύ με την "Πτώση" ολοκληρώνει την αριστουργηματική του τριλογία που τον έκανε διάσημο σ' όλο τον κόσμο χαρίζοντάς του και ένα από τα πιο δίκαια βραβεία Νόμπελ στην ιστορία του θεσμού.

πηγή: http://www.perizitito.gr

Albert Camus - Η πανούκλα


Κάτω απ' τον τρόμο που προκαλεί η απροσδόκητη εισβολή μιας φοβερής επιδημίας, όπως η πανούκλα, σε μια ανυποψίαστη πόλη, ο συγγραφέας κατορθώνει να περιγράψει έντονα όλη την αντίδραση, την αγωνία και την παθητική αναμονή ή την απόγνωση εκείνων που προσβάλλονται ή θα προσβληθούν. Πρόκειται για την ανθρώπινη αδυναμία μπροστά στον παραλογισμό μιας μάστιγας που κανένας δεν μπορεί να πολεμήσει κι απ' την οποία δεν μπορεί να αμυνθεί. Απ' την άλλη μεριά ένα άλλο είδος ανθρώπων, όχι πια αυτοί που υποφέρουν αλλά αυτοί που μάχονται, διασώζουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

πηγή: http://www.biblionet.gr

Albert Camus - Ο ξένος



   

                Ο Ξένος είναι ένα κλασικό έργο. 
                Ας δούμε όμως λιγάκι την πορεία του  Καμύ πριν γραφτεί: γεννήθηκε το 1913 στο Αλγέρι, ο πατέρας του πέθανε όταν ήταν δύο χρονών στη μάχη του Μάρνη και τον ανάθρεψε η μητέρα του σε δύσκολες οικονομικές συνθήκες.  Πήγε στο κοινοτικό σχολείο, φοίτησε σαν υπότροφος στο γυμνάσιο Μουσταφά στο Αλγέρι όπου αντιμετώπισε την εχθρότητα των παιδιών των μεγαλοαστών (1918 - 1931).
                Αρρώστησε από φυματίωση, συνέχισε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο στο Αλγέρι. Σημαντικά γεγονότα εξακολουθούν να σημαδεύουν τη ζωή του, η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία και η έκδοση του βιβλίου του Μαλρώ « Η ανθρώπινη μοίρα».
                Καθόλου παράξενο λοιπόν που ο Καμύ αποφάσισε να γίνει στρατευμένος συγγραφέας, έγινε μέλος του Κομμουνιστικού κόμματος αν και διαφώνησε με τη γραμμή του κόμματος κι έκοψε κάθε δεσμό μετά από ένα σχεδόν χρόνο. Τον ίδιο χρόνο (1935) παίρνει το δίπλωμα  της Φιλοσοφίας  κι αρχίζει να γράφει «Τα τετράδια » που θα αποτελέσουν αργότερα το δοκίμιο «Από την καλή και την ανάποδη» (1937).
                Πρωτοεμφανίζεται σαν δημοσιογράφος το 1938 κι εκδίδει το δοκίμιο «Γάμοι». Γνωρίζεται με τον Μαλρώ.   Το 1940 παντρεύεται για δεύτερη φορά (η πρώτη ήταν το 1934) στη Γαλλία και προσλαμβάνεται σαν γραμματέας σύνταξης στην εφημερίδα «Παρί - Σουάρ». Εργάζεται σαν καθηγητής στο ιδιωτικό κολέγιο του Οράν. Προσχωρεί στην γαλλική αντίσταση.Το 1942 παθαίνει δεύτερη κρίση φυματίωσης, εκδίδει το φιλοσοφικό του δοκίμιο « Ο μύθος του Σίσυφου» και το μυθιστόρημα «ο Ξένος».
                Θα σταματήσω εδώ καθώς τα γεγονότα που ως τώρα αναφέρω μας δίνουν μια εικόνα της εξελικτικής πορείας του  ως άνθρωπο και συγγραφέα μέχρι την δημιουργία του «Ξένου»,  βιβλίο το οποίο θα προσεγγίσω με τον δικό μου τρόπο.Θα προσθέσω μόνο άλλα τρία σημαντικά γεγονότα που νομίζω πως τον χαρακτηρίζουν ως πνευματικό άνθρωπο χωρίς να αναφερθώ στα επόμενα δημιουργήματά του. Το 1949 δημοσίευσε έκκληση για την ζωή  των καταδικασμένων σε θάνατο στην Ελλάδα του Εμφυλίου Πολέμου. Το 1952 παραιτήθηκε επιδεικτικά από την ΟΥΝΕΣΚΟ γιατί δέχτηκε σαν μέλος της την Ισπανία του φασίστα Φράνκο και τέλος, το 1957 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ.
                Το τέλος της ζωής του ήρθε λίγο αργότερα το 1960 στις  4 Γενάρη, με την ανατροπή του αυτοκινήτου του εκδότη του στο οποίο επέβαινε και σκοτώθηκε. Ένα τέλος που τον κατατάσσει στις  τραγικές φιγούρες της ζωής.

                Η υπόθεση του μυθιστορήματος: Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου Μερσώ, ένας ασήμαντος γραφειοκράτης, χωρίς ιδεολογία, άθεος, ένας άβουλος άνθρωπος, αντικοινωνικός, χωρίς πάθη, φιλοδοξίες και φίλους,  χωρίς όνειρα, χωρίς κανένα ουσιαστικό δεσμό με τους γύρω του, ζει μια αδιάφορη ζωή υποταγμένος στη μοίρα.
                Αναπτύσσει σχέσεις επιφανειακές με τους γύρω του (ο δεσμός του με την Μαρί και η φιλία του με τον Ραϊμόν) αρνείται όμως να συμμετάσχει ενεργά στη ζωή προσπαθώντας να ελέγξει το πεπρωμένο όπως κάνουν οι περισσότεροι άνθρωποι παλεύοντας, ελπίζοντας  ή πιστεύοντας σε κάτι που θα την αλλάξει γιατί υπάρχει μέσα του μια ενστικτώδης άρνηση που εκφράζεται με αδιαφορία  και απραξία σε όσα του συμβαίνουν.  Ζει σε μια κοινωνία παράξενα αυταρχική και καταπιεστική.
                Από τη μια λοιπόν ένας άνθρωπος ξένος προς την ζωή, ξένος με τους γύρω, απορεί με τον τρόπο που οι άλλοι λειτουργούν, αισθάνονται και σκέφτονται (η γυναικούλα νευρόσπαστο, ο γέρο Σαλαμανό, ο φύλακας, η Μαρί, ο εισαγγελέας, ο δικηγόρος κλπ) κι από την άλλη μια απολιθωμένη κοινωνία που καταδικάζει αυτούς που δεν ακολουθούν τις συναισθηματικές και ηθικές αξίες της και τις αμφισβητούν δηλ όσους δεν λειτουργούν  σύμφωνα με τους «κοινά» αποδεχτούς της όρους.
                Ανάμεσα σε μια τέτοια κοινωνία και τον «ξένο» εισβάλλει το τυχαίο με την μορφή αρχικά του θανάτου της μητέρας του, τον οποίο αντιμετωπίζει σχεδόν αδιάφορα «δεν είχα τίποτα να περιμένω από αυτήν αλλά ούτε κι αυτή από εμένα», τον αδιάφορο έρωτά του για την Μαρί που δυστυχώς  γεννήθηκε την επομένη της κηδείας (ενοχοποιητικό στοιχείο στη δίκη ) και με τη φιλία του με τον Ραϊμόν που ο Μερσώ δέχεται αλόγιστα.    
                Ακολουθεί το έγκλημα που κάνει σκοτώνοντας τον Άραβα που οφείλεται κι αυτό σε συμπτώσεις συνθηκών
  (ο εκτυφλωτικός ήλιος, η κούραση, η επιθετικότητα του Ραϊμόν και του Άραβα).  Αφήνεται και πάλι έρμαιο των γεγονότων που ακολουθούν το φόνο, αφού στη δίκη τον υπερασπίζεται ένας δικηγόρος που ορίζεται αυτεπάγγελτα, δεν προσπαθεί καθόλου να υπερασπιστεί τον εαυτό του, παρακολουθεί σχεδόν με απάθεια σαν τρίτος (παρακολουθεί την εξωτερική εμφάνιση ή τη συμπεριφορά των άλλων,) ξαφνιάζεται με το μίσος που του δείχνει ο εισαγγελέας (του φαίνεται τόσο ανεξήγητο όσο και η φιλία που του πρότεινε ο Ραϊμόν).
                Ωστόσο για τη δικαιοσύνη δεν υπάρχει τύχη. Ο εισαγγελέας εξιστορεί με τη σειρά τα γεγονότα που οδήγησαν τον Μερσώ να σκοτώσει, ισχυριζόμενος πως είχε απόλυτη επίγνωση των πράξεών του. Μάλιστα την επίγνωση αυτή τη στηρίζει επικαλούμενος την εξυπνάδα του για να πείσει πως πρόκειται για πράξη απεχθή και προμελετημένη, στηρίζει δε το παράλογο της αγόρευσής του στο γεγονός πως δεν δήλωσε ποτέ μετάνοια «πώς να τόκανε άλλωστε αφού κήδεψε τη μητέρα του με την καρδιά ενός εγκληματία;». Όλα αυτά οδηγούν τον Μερσώ στην καταδίκη και προ της λαιμητόμου.
                Στη φυλακή σκέφτεται τον τρόπο που έζησε, παρόλα αυτά δεν τον αναιρεί «είχα ζήσει κατά έναν ορισμένο τρόπο και θα μπορούσα να  είχα ζήσει με κάποιον άλλο». Σκέφτεται τη μητέρα του και την κοινή τους μοίρα μπροστά στο θάνατο, για πρώτη φορά συναισθάνεται αφού καταλαβαίνει την επιθυμία και ανάγκη της να κάνει νέα αρχή μιας κι αυτός είναι και ο δικός του πόθος.
                Έρχεται αντιμέτωπος με τους φόβους του. Σαν κάθε άνθρωπο φοβάται τον θάνατο και τον τρόπο που αυτός θα επέλθει,  η λαιμητόμος του στερεί την παραμικρή ελπίδα διαφυγής. Παρατηρεί την αδικία που διέπει το ποινικό σύστημα « είχα παρατηρήσει πως ήταν βασικό να δίνεται μια ευκαιρία στον κατάδικο. Μια μόνο στις χίλιες ήταν αρκετή για να διορθώσει πολλά πράγματα». Σκέφτεται την Μαρί. Παρόλα αυτά δεν απελπίζεται, όμως θυμώνει. Τον θυμό και τον αγνωστικισμό του ξεσπά στον κληρικό που τον επισκέπτεται αρνούμενος την κατήχηση και την παρηγοριά που του προσφέρει.
                Αποδέχεται την ζωή όσο και τον θάνατο, η επίγνωση αυτή κι ο θυμός που ξεσπά τον ελευθερώνει «λες κι αυτός ο μεγάλος θυμός με είχε απαλλάξει από το κακό, μου είχε αφαιρέσει την ελπίδα και μπροστά σ' αυτή τη φορτωμένη σημάδια και άστρα νύχτα, ξανοιγόμουνα για πρώτη φορά στην τρυφερή αδιαφορία του κόσμου. Διαπιστώνοντας πόσο όμοιος ήταν μ' εμένα, πόσο τέλος πάντων αδελφικός, ένοιωσα πως είχα γίνει ευτυχισμένος και πως ήμουνα ακόμα ευτυχισμένος». Ούτε μια στιγμή μετάνοιας, κι η ευτυχία που νοιώθει ένα ακόμη στοιχείο του παραλόγου.
                Λυτρωμένος  από τον φόβο του θανάτου και την κοινωνική του μάσκα τραγική φιγούρα πια διατυπώνει μιαν ευχή: «Για να γίνουν όλα στην εντέλεια, για να νοιώσω λιγότερο μόνος, μου απόμεινε να εύχομαι να υπάρχουν πολλοί θεατές την μέρα της εκτέλεσής μου και να με υποδεχτούν με κραυγές μίσους».
                Ο ήρωας του Καμύ μας ξαφνιάζει. Αναρωτιέται κανείς. Πως μπορεί να είναι τόσο αδιάφορος ένας άνθρωπος ώστε να μην δίνει καμία αξία και νόημα στη ζωή του;
                Πως αφήνεται στη μοίρα που τον καθιστά τελικά παιχνιδάκι στα χέρια της;
                Πως γίνεται τυχαία να αφαιρέσει μια ζωή;
                Πως να παρακολουθεί την δίκη του σαν θεατής ενώ δικάζεται από μεροληπτικούς δικαστές, προκαλώντας έτσι την δυστυχία και το τέλος της ζωής του;
                Πως γίνεται η Δικαιοσύνη να επιβάλλει μια ποινή βασιζόμενη σε μια σαθρή λογική που αντιστρατεύεται κάθε Δίκαιο; Στην πραγματικότητα δεν καταδικάζεται για το έγκλημα που έχει διαπράξει αλλά γιατί είναι διαφορετικός από τους ομοίους του, ξένος ανάμεσα σ' αυτούς (δεν έκλαψε στην κηδεία της μάνας του). Δεν είναι παράλογο;
                Μήπως ο Μερσώ αρχικά αν και με τον δικό του τρόπο  ενσωματωμένος στην κοινωνία φορούσε μια μάσκα αδιαφορίας κι υποταγής για να έχει την ελευθερία να ζει τους στιγμιαίους πόθους και  συναισθήματά του;
Μήπως στην πραγματικότητα η απάθεια ήταν το μόνο όπλο που διέθετε απέναντι στο φόβο, τη μοναξιά, τον θάνατο ζώντας σε μια κοινωνία
  παράλογη και ξένη; Μήπως μια μάσκα φορούμε όλοι και σωπαίνουμε για να είμαστε κοινωνικά αποδεκτοί ώστε να εξασφαλίσουμε το δικαίωμα στη ζωή και μερίδιο της ευτυχίας που μας ανήκει;
                Σε όλο το μυθιστόρημα  το παράλογο είναι που κυριαρχεί. Γι αυτό θέλησε ο Καμύ να μιλήσει, για το παράλογο σε όλο του το μεγαλείο, το παράλογο μιας απολιθωμένης κοινωνίας και το προϊόν της που είναι η παράλογη συμπεριφορά των ανθρώπων της, το παράλογο χρησιμοποιεί για να περιγράψει την αίσθηση της ανούσιας ύπαρξης.
                Ίσως το μυθιστόρημα να χαρακτηρίζεται από μια έξαρση υπερβολής, όμως πάλι σκέφτομαι πόσες φορές οι άνθρωποι έχουν σταθεί αντιμέτωποι με την κοινωνία και τις δομές της, πόσες φορές έχασαν την ζωή τους μαχόμενοι, πόσες φορές διχάστηκαν με τον ίδιο τους τον εαυτό, κι άλλες πόσες στάθηκαν ανίκανοι να κυριαρχήσουν στη ζωή τους ή ν' αλλάξουν την ροή της ιστορίας και σωπαίνω…
                Το έργο γράφτηκε από ένα μαχόμενο συγγραφέα - φιλόσοφο - υπαρξιστή, σε μια εποχή (1942) που οι συγγραφείς αισθάνονταν ανίσχυροι μπροστά στον παραλογισμό του πολέμου και στις φρικαλεότητες που μπορεί να προξενήσει ο άνθρωπος.
                Ας αναρωτηθούμε πια είναι η ουσία της δικής μας ζωής και πως αυτή την διαχειριζόμαστε, σε ποιες κοινωνίες ζούμε, βιώνοντας τη φρίκη του πολέμου και της εξαθλίωσης αναπαυτικά στους καναπέδες μας μέσω της τηλεόρασης (Γιουγκοσλαβία, Ιράκ Παλαιστίνη κλπ) κι ας σκύψουμε μέσα μας να δούμε αν εγκλωβισμένοι σε μια ζωή φαινομενικά ασφαλή κρύβουμε σ' ένα βαθμό ένα Μερσώ που λειτουργεί τόσο παράλογα όσο παράλογος είναι και ο κόσμος του.

                « Ο παράλογος άνθρωπος είναι ένα κλασικό έργο που γράφτηκε για το παράλογο και κόντρα στο παράλογο», «ο παράλογος άνθρωπος δεν έχει τίποτα να δικαιολογήσει »  Σάρτρ.

                [...]

Αικατερίνη Βεζιρτζόγλου
Για το λέξημα 
http://www.lexima.gr


Εγώ με τη σειρά μου θα συμπληρώσω μόνο πως νιώθω ότι, εκτός από την περιγραφή του παραλόγου και την τεχνική του να παρακολουθεί ο ήρωας το δράμα της ζωής του σαν θεατής, πράγμα που μας οδηγεί και εμάς τους αναγνώστες στο επίπεδο της συνειδητής επίγνωσης της τραγικότητας με αρκετά κομψό τρόπο, το έργο αυτό του Καμύ κρύβει μέσα του και μια επίδειξη της ανημποριάς του ανθρώπου να οδηγήσει τελικά τη μοίρα του, κάτι σαν κοροϊδία στις φανφάρες του Μπετόβεν του προηγούμενου αιώνα και σαν ταφόπλακα κάθε ιδεαλιστικής προσπάθειας. Μία συνέχεια του Κάφκα με πιο ρεαλιστική προσέγγιση στο αισθητικό πεδίο.

D.K.