Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

Slawomir Mrozek - Ο Ελέφαντας


            Ο διευθυντής του ζωολογικού κήπου οραματιζόταν το μέλλον και αδιαφορούσε για την ουσία και την εκπαιδευτική σημασία της δουλειάς του. Ο ζωολογικός κήπος είχε ελλείψεις από αρκετά σπουδαία ζώα, μεταξύ των οποίων κι ο ελέφαντας. Τα εκατοντάδες κουνέλια δεν ήταν αρκετά για ν’ αντικαταστήσουν τον επιβλητικό γίγαντα. Ωστόσο, μιας και ο τόπος αναπτύσσεται, τα διάφορα κενά καλύπτονται με καλά σχεδιασμένο τρόπο.
Έτσι, μια μέρα ο διευθυντής είχε μια σπουδαία ιδέα για να προμηθευτεί ο φτωχός ζωολογικός κήπος έναν ελέφαντα και να γλιτώσει τα έξοδα. Αντιμετωπίζοντας τα ζητήματα με γραφειοκρατικό τρόπο και μην λαμβάνοντας υπ’ όψη την ουσία του θέματος, βρήκε την οικονομική και συμφέρουσα λύση: Κάποιος φύλακας θ’ αναλάμβανε να προμηθευτεί και να φουσκώσει ένα ομοίωμα ελέφαντα! Αφού θα βαφόταν με τέλειο τρόπο ώστε να μην καταλάβει κανείς τη διαφορά, θα τοποθετούνταν με τέτοιο τρόπο μέσα στον ζωολογικό κήπο ώστε να μοιάζει με αληθινό, συναρπάζοντας τους επισκέπτες και ανεβάζοντας παράλληλα και τις μετοχές του διευθυντή. Έτσι και έγινε. Ο φύλακας δεινοπαθούσε επί μέρες να φουσκώσει το ομοίωμα (τρόμπες δεν υπήρχαν μιας και –είπαμε- ο ζωολογικός κήπος ήταν φτωχός) για να τοποθετηθεί ο “ελέφαντας” σε περίοπτη θέση και να “λυθεί” το πρόβλημα. Όμως, όσο κι αν ο φύλακας έδινε τον καλύτερο εαυτό του, ο καιρός περνούσε και το αποτέλεσμα αργούσε. Τότε ο φύλακας, μαθημένος να εφευρίσκει κι ο ίδιος λύσεις για λογαριασμό της δουλειάς του (και του διευθυντή), συνέδεσε την βαλβίδα του φουσκωτού ελέφαντα με την παροχή του γκαζιού. Με μεγάλη ανακούφιση, είδε σε λίγη ώρα να στέκεται μπροστά του ένας θεόρατος ελέφαντας που τόσο έμοιαζε με αληθινό! Ένα σπουδαίο επίτευγμα με τεράστιο σώμα, πόδια σαν κολώνες, μεγάλα αυτιά και την απαραίτητη προβοσκίδα. Ο φύλακας έτριψε ικανοποιημένος τα χέρια του. Το ίδιο έκανε και ο διευθυντής του ζωολογικού κήπου όταν ο ελέφαντας τοποθετήθηκε δίπλα σ’ ένα βράχο και φάνταζε ίδιος με αληθινό, θηριώδης και μεγαλοπρεπής. Μια μεγάλη ταμπέλα, δικαιολογούσε: “Ιδιαιτέρως δυσκίνητος. Σπανίως κινείται”.
            Ο ζωολογικός κήπος αναβαθμίστηκε τόσο απλά, τόσο ανέξοδα…
Μια μέρα, οι μαθητές ενός σχολείου με τον δάσκαλό τους στάθηκαν να μελετήσουν το σπουδαίο αυτό έκθεμα του ζωολογικού κήπου, “το μεγαλύτερο των θηλαστικών το οποίο είναι και το βαρύτερο χερσαίο ζώο”, όπως περήφανα έλεγε ο δάσκαλος. Τη στιγμή εκείνη σηκώθηκε ένα αεράκι. “Το βάρος του ελέφαντα κυμαίνεται μεταξύ τεσσάρων και έξι τόνων” συνέχισε ο δάσκαλος, καθώς ο φουσκωμένος με γκάζι ελέφαντας άρχισε να ταλαντεύεται στον αέρα. “Μόνο η φάλαινα –που όμως ζει στους ωκεανούς– τον ξεπερνά”, συμπλήρωσε περήφανα ο δάσκαλος. Πίσω του ο ελέφαντας έμεινε να αιωρείται λίγο πάνω από το έδαφος ώσπου μια δυνατή πνοή τον σήκωσε ψηλά. Πολύ γρήγορα, παρασυρμένος από τον άνεμο ο ελέφαντας πέταξε πάνω από το φράχτη και χάθηκε πέρα μακριά, πάνω απ’ τις κορφές των δέντρων. Τα ζώα του κήπου έμειναν να κοιτούν έκπληκτα, μην μπορώντας να καταλάβουν πώς και γιατί έγινε αυτό.
Μετά απ’ αυτό το συμβάν, οι μαθητές που παρακολούθησαν την σκηνή άρχισαν να παραμελούν τα μαθήματά τους κι έγιναν αλήτες. Αναφέρεται ότι το ‘χουν ρίξει στο πιοτό και σπάζουνε βιτρίνες. Και δεν πιστεύουν πια στους ελέφαντες…

Μρόζεκ, Σλάβομιρ (Slawomir Mrozek, Μπορζεζίν 1930 – ). Πολωνός δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε αρχιτεκτονική, εικαστικές τέχνες και φιλολογία. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος και γελοιογράφος, συνεργαζόμενος με διάφορες, μεγάλης κυκλοφορίας, εφημερίδες της πατρίδας του. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία. Έγραψε, κυρίως, θεατρικά έργα και διηγήματα. Στα πολωνικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1957 με την έκδοση και την κυκλοφορία της συλλογής διηγημάτων του με τον τίτλο Ο ελέφαντας. Ακολούθησαν τα θεατρικά έργα Τάνγκο (1964) και Εμιγκρέδες (1974). Έργα του μεταφράστηκαν σε διάφορες ξένες γλώσσες και στην ελληνική, ενώ αποσπάσματά τους έχουν συμπεριληφθεί σε ελληνικά σχολικά διδακτικά βιβλία.

Patrick Suskind - Το άρωμα




     Πρόκειται για την ιστορία του Ζαν Μπατίστ Γκρενουίγ, που γεννήθηκε με ένα ιδιαίτερο χάρισμα: Έχει καταπληκτική όσφρηση. Μπορεί να οσφρανθεί αντικείμενα όπως η πέτρα, τα χρήματα, το γυαλί, δηλαδή άψυχα πράγματα που για τους κοινούς ανθρώπους δεν αναδίδουν κάποια συγκεκριμένη οσμή. Μπορεί να μυρίσει πιο χαρακτηριστικά αρώματα, όπως των λουλουδιών και των φυτών, μπορεί να αντιληφθεί ολόκληρο τον κόσμο μέσα από τις οσμές του. Το χάρισμά του αυτό του επιτρέπει να δουλέψει στη βιοτεχνία της αρωματοποιΐας για διάφορα αφεντικά, τα οποία πλήττονται από διάφορες συμφορές, μόλις ο Ζαν φύγει από τη δούλεψή τους.
     
Όμως αυτός ο άνθρωπος δεν έχει δική του μυρωδιά. Από τη στιγμή που γεννήθηκε υπήρξε ένα άοσμο τίποτα. Με βάση κάποια δύσοσμα υλικά, προσθέτοντας πιο ελαφριές αρωματικές ουσίες δημιούργησε την τέλεια απομίμηση της ανθρώπινης μυρωδιάς. Τότε, ο εγωϊσμός του, η κακία του και το μίσος του για τους ανθρώπους έφτασαν στο αποκορύφωμα. Αποφασίζει να δημιούργησει το άρωμα του έρωτα και μ' αυτό το επίτευγμα να κατακτήσει τον κόσμο. Αυτή η καταχθόνια σκέψη τον οδηγεί στην δολοφονία είκοσι πέντε νεαρών κοριτσιών προκειμένου να κλέψει την οσμή της καθεμιάς. Στο τέλος κλείνει όλες τις μυρωδιές σε ένα μικρό φιαλίδιο. Μαγεύει τους πάντες και τότε, τη στιγμή του μεγάλου του θριάμβου, το μίσος και η αηδία του για τους ανθρώπους έρχεται να δηλητηριάσει τη χαρά του. Η καταδίκη του ματαιώνεται και ο ίδιος σπαταλάει το τελευταίο άρωμα από το φιαλίδιο, κατακτώντας τις καρδιές των αποβρασμάτων του Παρισιού, οι οποίοι τον σκοτώνουν, προκειμένου ν' αποκτήσουν ένα κομμάτι του Γκρενούιγ δικό τους.

     Μέσα από το «Άρωμα» ο αναγνώστης μεταφέρεται στο γοητευτικό αλλά και ρυπαρό Παρίσι του 17ου αιώνα και από τις λεπτομερείς περιγραφές, μαθαίνει γοητευτικές λεπτομέρειες για την ιστορία της αρωματοποιίας καθώς και την διαδικασία παρασκευής των αρωμάτων.

(πηγή: Βικιπαιδεία)

George Bataille - Ιστορία του ματιού


"Η σχέση με το έργο του Μπατάιγ είναι μια σχέση δύσκολη, όχι μόνο επειδή απαιτεί ανασκευή ριζική όλων των κυρίαρχων απόψεων κι επανεξέταση ριψοκίνδυνη όλων των συνισταμένων του προβληματισμού πάνω στον άνθρωπο και τον κόσμο, αλλά προπαντός επειδή διεκδικεί ένα βλέμμα που κοιτάει, πίσω απ' τα παραπλανητικά φαινόμενα, την ουσία των γεγονότων, τη βαθύτερη αιτιολογία των πράξεων, την εσώτατη προέλευση της ιστορίας του ανθρώπου, το σημείο εκείνο της ανείπωτης φρίκης που κουβαλάμε όλοι ανεξαιρέτως μέσα μας, που δεν τολμάμε να το αντικρίσουμε, που το απορρίπτουμε ή το παραγράφουμε, γιατί και μόνο η υποψία του μας τρελαίνει, αλλά που είναι η πηγή των ειδεχθέστερων και μεγαλειωδέστερων πράξεων του ανθρώπου. Το σημείο εκείνο απ' όπου βγήκε η "Ιστορία του ματιού"."

(Δ. Δημητριάδης, Ιούλιος 1979)

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

Tsunisiro Tanizaki - Το εγκώμιο της σκιάς


Το [έργο] "Το εγκώμιον της σκιάς" είναι μια πολύ εύγλωττη έκθεση της αντίληψης του Τανιζάκι (1886-1965) -ενός από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της Ιαπωνίας- για την ομορφιά, αυτήν της γιαπωνέζικης και κατ' επέκτασιν της ανατολίτικης αισθητικής στις τέχνες και κυρίως στην καθημερινή ζωή. Μας δηλώνει εξαρχής πως η φύση αυτής της ομορφιάς είναι αυτή των σκιών και του ομιχλώδους, πως ο όρος γέννησης και ύπαρξής της είναι το σκοτάδι και η ασάφεια, μια ομορφιά που είναι τέτοια γιατί είναι κρυμμένη, και αμυδρή, μισοϊδωμένη σαν μέσα σε όνειρο, αντίθετα με το αντικείμενο της δυτικής ομορφιάς που πρέπει πριν παραδοθεί στη θέα να στιλβωθεί και να φωτιστεί ολοκληρωτικά γιατί μόνον έτσι θα αναδειχθεί σε όλη του τη δόξα.

Η αισθητική αντίληψη της ομορφιάς στις ιαπωνικές τέχνες και τις πρακτικές της καθημερινότητας έχει δοξαστεί και συνοψιστεί σε λέξεις-αξίες όπως το σάμπι, που σημαίνει νηφαλιότητα, μετριοπάθεια, πάλιωμα αισθητικό, πατίνα του χρόνου, ομορφιά της σκουριάς. Όπως το ουάμπι, που είναι η γαλήνια λεπτότητα, το συγκρατημένο γούστο, μια μοναχικότητα και μια θλίψη καλαίσθητες. Αξίες που πάνε χέρι χέρι με τη σκιά και εχθρεύονται καθετί που γυαλίζει και επιδεικνύεται. Η ομορφιά είναι ψυχρή, σκοτεινή και διακριτική.

Εγκώμιο και θαυμασμός του μισοσκόταδου, της καπνισμένης και θολής πατίνας που αποκτούν τα αντικείμενα με το πέρασμα του χρόνου.

Δοκίμιο με την ιαπωνική έννοια του όρου zuihitsu, δηλαδή ανάμεικτα γραψίματα, πένα ετερόκλητη και χωρίς a priori περιορισμούς του είδους, που αποτελεί όμως ένα ξεχωριστό λογοτεχνικό είδος, ένα ακόμη μεικτό είδος πρόζας απ' αυτά που οι Ιάπωνες συγγραφείς από πολύ παλαιότερες εποχές τόσο αγαπούν, δοκίμιο χωρίς όμως τη θεωρητική αυστηρότητα που ο όρος υποδηλώνει στη Δύση. Ιδέες και συγκρίσεις ελεύθερες και ετερόκλητες, ποίηση και καθημερινότητα, παραδοξολογία και μαζί οι μεγαλύτερες εκλογικεύσεις του αισθητικού φαινομένου.

"Το εγκώμιον της σκιάς" γράφτηκε το 1933, όταν δηλαδή ο Τανιζάκι είχε πλέον ολοκληρώσει τη στροφή του προς την αισθητική και τις παραδοσιακές αξίες του ιαπωνικού πολιτισμού, και είναι ακριβώς ένα δοκίμιο πάνω σ' αυτήν την αισθητική και στην άβυσσο που τη χωρίζει απ' αυτήν της Δύσης.

Η έκδοση συνοδεύεται και από 12 έγχρωμες και μαυροάσπρες φωτογραφίες.

Franz Kafka - Γράμμα στον πατέρα

     
     Είναι πιθανότατα εντελώς τυχαίο, αλλά εκ των υστέρων φαντάζει παράξενα σημαδιακό: η τελευταία φωτογραφία που έβγαλε ποτέ ο Φραντς Κάφκα είναι αυτή με την οποία έμελλε να περάσει στην αιωνιότητα, αυτή που χρόνια μετά το θάνατό του θα του χάριζε τον τίτλο της πλέον αναγνωρίσιμης περσόνας της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Με κοστούμι και γραβάτα όπως επιβαλλόταν, τα μαύρα μαλλιά κοντά και στρωμένα προς τα πίσω, τα χαρακτηριστικά μυτερά πεταχτά αυτιά και το οστεώδες πρόσωπο, μα κυρίως εκείνο το γυάλινο βλέμμα που ενώ κοιτάζει το φακό φαντάζει στραμμένο προς κάποιον αχανή εσωτερικό χώρο –θυμίζοντας αόριστα τις ανθρώπινες σκιές των επιζώντων από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης–, η μορφή αυτή αποτελεί την καλύτερη απεικόνιση του μυστηρίου που συνεχίζει να συνοδεύει ώς και σήμερα τη ζωή και το έργο του τσέχου συγγραφέα.
        Μυστήριο που δεν εδράζεται απλώς και μόνο στο ιδιότυπο και μοναδικό έργο του, ούτε βέβαια και στην, εν πολλοίς, στερημένη ζωή του, αλλά στη σχέση ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο, στον προφανή όσο και ερμητικό δεσμό τους. Έτσι εξηγείται λοιπόν και η κομβική θέση που κατέχουν στο σύνολο των γραπτών του τα ποικίλα μη αφηγηματικά κείμενά του –αλληλογραφία, επιστολές, ημερολόγια, κτλ.–, και το διαχρονικό ενδιαφέρον κοινού και κριτικής γι’ αυτά. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η Επιστολή προς τον πατέρα, αποτελώντας την πλέον διαυγή ακτινογραφία της προσωπικότητας του τσέχου συγγραφέα, στην απεγνωσμένη του προσπάθεια να περιγράψει με απλά λόγια και παραδείγματα το βάθος και το μέγεθος αυτού του δράματος, που στην περίπτωσή του είχε όνομα και επώνυμο: Χέρμανν Κάφκα.
        Η Επιστολή προς τον πατέρα γράφτηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος της το 1919, στο πανδοχείο Στυντλ στο Σέλεζεν, κι ο συγγραφέας άρχισε να τη δακτυλογραφεί το καλοκαίρι του 1920, όταν αποφάσισε να στείλει το πρωτότυπο χειρόγραφο κείμενο στη Μιλένα Γέσενσκα. Ήταν τότε τριάντα έξι χρόνων: είχε μόλις ναυαγήσει και η δεύτερη και τελευταία του προσπάθεια να παντρευτεί, η υγεία του ήταν ήδη κλονισμένη, το αίσθημα αποτυχίας και ψυχοσωματικής κατάπτωσης είχε πια εμποτίσει εντελώς την προσωπικότητά του. Τα τελευταία πέντε χρόνια θα είναι από τα χειρότερα της ζωής του, γεμάτα αρρώστιες, αγωνίες και εικόνες θανάτου. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η επιστολή αυτή φαντάζει με ύστατη προσπάθεια τελικής συμφιλίωσης, ή και εξιλέωσης, με την τρομακτική πατρική φιγούρα. Το μέγεθος και η εμμονή αυτού του τρόμου είναι έκδηλα τόσο στο ύφος όσο και στο περιεχόμενό της, μέσα από το οποίο αναδίνονται με τρόπο εντυπωσιακά διάφανο ορισμένα από τα κυρίαρχα μοτίβα του έργου του.
       Είναι προφανές ότι μικρή έως και ανύπαρκτη θα ήταν η αξία και η σημασία αυτού του κειμένου αν συντάκτης του ήταν οποιοσδήποτε άλλος πλην του Κάφκα. Τα λογικά ή λογικοφανή επιχειρήματα, ορισμένα απλοϊκά παραδείγματα από την καθημερινή ζωή, συχνά θυμίζουν πρόζα δικολάβου, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο ίδιος ο συγγραφέας σ’ ένα από τα γράμματά του προς τη Μιλένα. Και πράγματι: η υποταγή στην πατρική παντοδυναμία είναι τόσο ολοκληρωτική, ο τρόμος της τιμωρίας και οι ενοχές τόσο καταλυτικά, που η επιστολή αυτή γίνεται συνταρακτική στο βαθμό που αποτελεί και η ίδια καθρέφτη της αδυναμίας του συντάκτη της να αντιμετωπίσει –έστω και φαντασιακά– τον πανίσχυρο πατέρα. Ωστόσο, δεν μπορεί να μην σε διατρέξει ρίγος μπροστά σε φράσεις όπως «ήμαστε (...) τόσο επικίνδυνοι ο ένας για τον άλλον (…) που θα υπέθετε κανείς πως απλώς θα με ποδοπατούσες μέχρι που δεν θα απέμενε τίποτε από μένα», γνωρίζοντας ότι οι λέξεις αυτές έχουν βγει από την πένα του συγγραφέα της Μεταμόρφωσης. Αντίστοιχα, διαβάζοντας την εξιστόρηση μιας νύχτας που ο πατέρας του τον έβγαλε και τον παράτησε μόνο του στο κρύο, και πώς αυτό το περιστατικό του καλλιέργησε τη φοβία ότι ανά πάσα στιγμή και δίχως εμφανή λόγο ήταν δυνατό να τον βρει κάποια σκληρή τιμωρία, είναι δύσκολο ο νους να μην τρέξει στην Δίκη, και ειδικά στη φράση με την οποία ανοίγει η αφήγηση: «Κάποιος πρέπει να είχε συκοφαντήσει τον Ζόζεφ Κ., διότι, δίχως να έχει κάνει τίποτε κακό, ένα πρωί ήρθαν και τον συνέλαβαν». Και τι να πει κανείς για φράσεις όπως «Αποκτούσες για μένα την αινιγματικότητα που έχουν όλοι οι τύραννοι που το δίκιο τους εδράζεται στο πρόσωπό τους κι όχι στη σκέψη» ή «τούτη την τρομερή δίκη που εκκρεμεί ανάμεσα σ’ εσάς και σ’ εμένα...», καθώς και για τη διαρκή χρήση του σχήματος αθώος-ένοχος; Ο φόβος και το αίσθημα μειονεξίας που γεννούσε στον νεαρό Κάφκα η μορφή του πατέρα μοιάζει πράγματι να είναι η μήτρα του λογοτεχνικού έργου του, ένα μοντέλο τρόμου πάνω στο οποίο χτίστηκαν στη συνέχεια οι παράλογοι και τόσο παράξενα προφητικοί κόσμοι των βιβλίων του.

(μια ελαφρώς διαφορετική εκδοχή του κειμένου έχει δημοσιευτεί στο ΒΗΜΑ της Κυριακής)

πηγή: http://kostaskatsoularis.blogspot.gr/2008/12/blog-post_1224.html

Bruno Zevi - Η Μοντέρνα γλώσσα της αρχιτεκτονικής


      Η συμμετρία είναι μια σταθερά του κλασικισμού. Η ασυμμετρία, λοιπόν,είναι μια σταθερά της σύγχρονης γλώσσας. Εξολοθρεύοντας το φετίχ της συμμετρίας, κάνουμε ένα σημαντικό βήμα προς τη σύγχρονη αρχιτεκτονική.(…) Συμμετρία = σπασμωδική ανάγκη για σιγουριά, φόβος για την ελαστικότητα, το ακαθόριστο, τη σχετικότητα, φόβος για το βιωμένο χρόνο. Ο σχιζοφρενής δεν ανέχεται το βιωμένο χρόνο: για να ελέγξει το άγχος του, απαιτεί την ακινησία. Ο κλασικισμός είναι η αρχιτεκτονική της κομφορμιστικής σχιζοφρένειας. Συμμετρία = παθητικότητα ή, σύμφωνα με τη φροϋδική ορολογία, ομοφυλοφιλία. Μέρη ομόλογα και όχι ετερώνυμα. Ο παιδικός φόβος του πατέρα, ο ακαδημαϊσμός είναι η πατρική εικόνα που προστατεύει το παιδί και το ευνουχίζει αν επιτεθεί σε μια ετερώνυμη εικόνα, τη γυναίκα, τη μητέρα.
      Δεχόμενοι τη συμμετρία γινόμαστε παθητικοί και η αγωνία μοιάζει να περιορίζεται, γιατί ο πατέρας δεν απειλεί πια αλλά κατέχει. (…) η συμμετρία είναι το πρόσωπο μιας πλασματικής εξουσίας που θέλει να φαίνεται αμετακίνητη. Τα αντιπροσωπευτικά κτίρια του φασισμού, του ναζισμού και της σταλινικής ΕΣΣΔ είναι όλα συμμετρικά.

(απόσπασμα από το έργο)

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

Έρασμος - Μωρίας Εγκώμιον



Περί τα μέσα του 14ου αιώνα οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες που επικρατούν στην βόρεια Ιταλία θα επιτρέψουν την δημιουργία μιας αναγεννητικής κίνησης στον χώρο των τεχνών και των γραμμάτων, η οποία αργότερα θα ονομαστεί πρώτος Ουμανισμός. Από τα μέσα του 15ου αιώνα, κυρίως, και μέχρι τον 17ο θα επεκταθεί στις περισσότερες χώρες της ευρωπαϊκής Δύσης. Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της αναγέννησης της γνώσης και της επιστήμης ήταν ότι δεν έβαζε πια στο κέντρο το θεό και την πίστη, αλλά τον άνθρωπο και τον κόσμο.

Η σκέψη του μεσαίωνα έβλεπε τη ζωή στη γη ως προετοιμασία για τη μετά θάνατον ζωή· η αναγεννησιακή σκέψη ήθελε να διαμορφώσει την επίγεια ζωή ειρηνική και ευτυχισμένη, υιοθετώντας την αρχαιοελληνική θεώρηση περί ευδαιμονίας σ’ αυτή τη ζωή, σ’ αυτόν τον κόσμο. Οι ουμανιστές προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τη φύση και την κοινωνία με κριτικό πνεύμα και με ορθολογικές αρχές και να ξεφύγουν από τη θρησκοληψία, την αμάθεια και το σκοταδισμό.

Η ανθρωποκεντρική αυτή θεώρηση του κόσμου προβάλλεται ιδιαίτερα στο μοντέλο της παιδείας που προβάλλουν οι λόγιοι της εποχής, σκοπός της οποίας θα πρέπει να είναι η βελτίωση των συνθηκών της ζωής του ανθρώπου και η αξιοποίηση των πνευματικών ικανοτήτων του· θα πρέπει να «καθιστά τον άνθρωπο ικανό να ασχοληθεί με τις τέχνες και τα γράμματα αλλά και με το δημόσιο βίο και τις επιστήμες, να συνομιλεί με σύνεση αλλά και να πράττει επιδέξια»[1]. Απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη αυτού του σκοπού είναι η ενασχόληση με τις ανθρωπιστικές σπουδές[2]. Αυτό σημαίνει την γνώση της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γλώσσας και την μελέτη και επανερμηνεία της κλασικής γραμματείας. Έτσι, από την μια πλευρά οι λόγιοι μελετούν, μεταφράζουν και σχολιάζουν τους αρχαίους συγγραφείς και από την άλλη επιδίδονται στην παραγωγή νέων (ενυπόγραφων πια, σε αντίθεση με τον μεσαίωνα) έργων, με εμφανή βέβαια στοιχεία απομίμησης των αρχαίων προτύπων. Στόχος όλης αυτής της πνευματικής παραγωγής είναι να χαρίσει στο αναγνωστικό κοινό τέρψη και γνώση[3].

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ένα μεγάλο μέρος της πνευματικής παραγωγής αυτής της εποχής αποτελεί η διδακτική λογοτεχνία[4]. Ενώ όμως την προηγούμενη περίοδο η αλληγορία ήταν το κατεξοχήν μέσο έκφρασης της διδακτικής γραμματείας, τώρα την σκυτάλη παίρνουν άλλες μορφές, όπως η σάτιρα. Ως σατιρικό ορίζεται ένα έργο «που ελέγχει ειρωνικά τα σύγχρονα κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα»[5]. Η έννοια της ειρωνείας, ωστόσο, για την εποχή που μελετάμε, δεν είχε λάβει τις ποικίλες εκφάνσεις που έχει σήμερα. Χρησιμοποιείται ως ρητορικό σχήμα, ως στρατηγική δηλαδή του λόγου για την ανάπτυξη ενός επιχειρήματος[6]. Ο τρόπος που λειτουργεί αυτό το σχήμα λόγου βασίζεται στη σύγχυση μεταξύ των λεγομένων του ομιλητή και αυτών που ο ακροατής ξέρει ότι είναι αλήθεια. Με άλλα λόγια, το νόημα που θέλει πραγματικά να μεταδώσει ο ομιλητής είναι το αντίθετο από αυτό που βγαίνει από τα λόγια του. Εκτός, όμως, από τους διδακτικούς της σκοπούς, η ειρωνεία συνάδει και με ένα άλλο αίτημα του Ουμανισμού: την υποβολή σε έλεγχο και την άσκηση κριτικής, όχι μόνο των εν γένει κοινωνικών και πολιτικών φαινομένων αλλά, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ακόμα και των ίδιων των εκπροσώπων του.

Για να δείξουμε εναργέστερα την λειτουργία της ειρωνείας και την σχέση της με το πνεύμα του Ουμανισμού θα χρησιμοποιήσουμε το έργο Μωρίας Εγκώμιον του Έρασμου. Ο Έρασμος γνώριζε λατινικά και αρχαία ελληνικά και μελετούσε την κλασική και την βιβλική γραμματεία. Διατηρούσε προσωπικές επαφές με πολλούς λόγιους της εποχής του, ταξιδεύοντας συχνά αλλά και ανταλλάσσοντας επιστολές. Παρότι ήταν κληρικός η κύρια ασχολία του ήταν η μετάφραση των αρχαίων πηγών, η επιμέλεια και η νέα έκδοση της κλασικής και βιβλικής γραμματείας και η παραγωγή παιδαγωγικών και διδακτικών έργων. Όλα τα παραπάνω τον καθιστούν τυπικό εκπρόσωπο του ουμανιστικού πνεύματος. Εντούτοις, «παρά την αυστηρή φιλολογική του δουλειά, έγραφε συχνά σε οξύτατο κριτικό ή σατιρικό τόνο, καλλιεργώντας ιδιαίτερα την ειρωνεία»[7].

Όλα τα χαρακτηριστικά του προτύπου λογιοσύνης που εκπροσωπούσε ο Έρασμος γίνονται φανερά στο Μωρίας Εγκώμιον, έργο γραμμένο στη λατινική γλώσσα. Ήδη στην αφιερωματική επιστολή στον Τόμας Μορ, η οποία συνοδεύει το έργο, ο Έρασμος απαριθμεί μια σειρά από κλασικούς συγγραφείς που επέλεξαν ευτελή θέματα να εγκωμιάσουν, ως ρητορική άσκηση, και οι οποίοι αποτέλεσαν το πρότυπο για να γράψει ο Έρασμος το Εγκώμιο της Τρέλας. Στην ίδια επιστολή αναφέρεται και στον διττό σκοπό αυτού του έργου: την γνώση και την τέρψη:

«Αλλά σου φαίνεται πως δαγκάνει όποιος κατακρίνει τα συνήθεια των ανθρώπων, χωρίς ν’ αγγίζει με τ’ όνομά του κανέναν ή πως δασκαλεύει μάλλον κι ορμηνεύει;»

και παρακάτω

«... ο λογικός αναγνώστης εύκολα θα καταλάβει πως πιο πολύ γυρεύω να τέρψω παρά να τσούξω.» Ο εγκωμιασμός ενός ευτελούς θέματος ήταν, όπως προείπαμε, ένα παραδοσιακό μέσο ρητορικής άσκησης ή επίδειξης ρητορικής δεινότητας. Η πρωτοτυπία του Έρασμου έγκειται στο γεγονός ότι βάζει την Τρέλα προσωποποιημένη να εγκωμιάζει τον εαυτό της. Σε πρώτο πρόσωπο, λοιπόν, η Τρέλα αρχίζει την ομιλία της «εξηγώντας πώς όλα τα ωραία μα και αναγκαία πράγματα της ζωής (ο έρωτας, ο γάμος, η τεκνοποιία μα και η ευχαρίστηση της καθημερινής παρέας) προϋποθέτουν μια δόση τρέλας»[8]. Στη συνέχεια σατιρίζει διάφορους κοινωνικούς τύπους της εποχής για να δείξει ότι, παρά την σοβαροφάνειά τους, είναι στην πραγματικότητα όλοι υπηρέτες της.

«Έρχομαι σ’ εκείνους, που ανάμεσα στους θνητούς ποζάρουν για σοφοί κι ορέγονται, όπως λένε, το χρυσό κλαδί.»

Με τα λόγια αυτά ξεκινάει μια σειρά ειρωνικών σχολίων για τους πάσης φύσεως λόγιους της εποχής. Πρώτοι στο στόχαστρο της Τρέλας μπαίνουν οι γραμματικοί και ακολουθούν οι ποιητές, οι ρήτορες, οι συγγραφείς, οι νομικοί, οι σοφιστές και τέλος οι φιλόσοφοι. Περιγράφονται όλοι ως άνθρωποι υπερφίαλοι και ματαιόδοξοι, οι οποίοι «θαρρούν πως είναι οι πρώτοι ανάμεσα στους ανθρώπους», καλύτεροι ακόμα κι από εκείνους τους μεγάλους συγγραφείς που έχουν ταχθεί να μελετούν («πιστεύουν, θεούλη μου!, πως ο Παλαίμωνας κι ο Δονάτος δεν πιάνουν χαρτωσιά πλάι τους. »). Ασχολούνται με θέματα ανάξια λόγου («πώς ξεχωρίζονται τα οχτώ μέρη του λόγου» ή «πώς το λένε της κατσίκας, τρίχα ή μαλλί; ») και το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να κάνουν επίδειξη γνώσεων στους ομοειδείς τους. Σκοπός τους δεν είναι να υπηρετήσουν την τέχνη αλλά «να καταχτήσουν την αθανασία».

Σ’ ένα πρώτο επίπεδο, λοιπόν, η ειρωνεία χρησιμοποιείται για να δείξει ότι η ενασχόληση των λογίων που θεωρητικά περιβάλλεται από σοβαρότητα και σοφία στην πραγματικότητα είναι ανοησία και ανήκει στην Τρέλα. Το εύλογο αυτό συμπέρασμα στο οποίο εύκολα καταλήξαμε ανατρέπεται, ωστόσο, από το γεγονός ότι ο είρων σ’ αυτή την ομιλία είναι η ίδια η Τρέλα. Εδώ αναφαίνεται το δεύτερο επίπεδο της ειρωνείας του Έρασμου. Θα πρέπει να δεχτούμε ότι ο πραγματικός ομιλητής είναι ο Έρασμος, ο οποίος ενδύεται απλώς το προσωπείο της Τρέλας για να καυτηριάσει τα κακώς κείμενα των ομολόγων του; Ή θα υποθέσουμε ότι επίτηδες βάζει αυτά τα ειρωνικά λόγια στο στόμα της Τρέλας για να καταδείξει την μωρία όσων δεν αναγνωρίζουν το σοβαρό έργο των λογίων; Το ερώτημα θυμίζει το αρχαίο ρητό: «Ο Επιμενίδης ο κρητικός λέει ότι οι κρητικοί πάντα ψεύδονται»· ο φαύλος κύκλος είναι προφανής.

Την απάντηση στο ερώτημα μας την δίνει ο ίδιος ο Έρασμος στην επιστολή προς τον Μορ:

«Πάλι, αν μένει πια κανένας πεισματάρης, που μήτε αυτά τα λόγια δεν τον μαλακώνουν, τον παρακαλώ να στοχαστεί πως είναι ωραίο να σε κατακρίνει η Τρέλα.»

Νωρίτερα στην επιστολή είχε κάνει σαφή την πρόθεσή του για την συγγραφή αυτού του έργου. Σκοπός του ήταν να δασκαλέψει και να ορμηνέψει. Σ’ αυτούς που, παρά ταύτα, αρνούνται να δεχθούν αυτήν την πρόθεση και επιμένουν να θίγονται, ο Έρασμος δίνει μια διέξοδο διαφυγής. Δεν χρειάζεται να λάβουν υπόψη τα λόγια του, ας θεωρήσουν ότι είναι λόγια της Τρέλας. Με τον ανάλαφρο και ειρωνικό τόνο της ομιλούσας Τρέλας επιτυγχάνεται, έτσι, διπλός σκοπός: όσοι είναι δεκτικοί θα διδαχθούν και όσοι δεν είναι ... τουλάχιστον δεν θα εξαγριωθούν.

Με μια σειρά από παραδείγματα, όπου, μέσω της ειρωνείας, η σοβαρότητα αντιπαραβάλλεται προς την ανοησία και η σοφία προς την τρέλα, λαμβάνουμε το αντικείμενο της διδαχής που ο Έρασμος θέλει να μεταδώσει στους λόγιους συναδέλφους του: η ψεύτικη σοφία είναι πραγματική τρέλα, αλλά η υγιής τρέλα είναι πραγματική σοφία. Η τρέλα με τη μορφή του πάθους, του ζήλου και της επιμονής είναι υγιής τρέλα. Η σοφία που συνοδεύεται από έπαρση και υπεροψία είναι ψεύτικη σοφία. Ας πάρουμε το παράδειγμα των φιλοσόφων:

«Πόσο γλυκά παραλογίζονται να χτίζουν κόσμους αναρίθμητους, να μετρούν, σα με το δάχτυλο ή με κλωστή, τον ήλιο, το φεγγάρι, τ’ αστέρια, τους ουρανούς, να εξηγούν τ’ αστροπελέκι, τους ανέμους, τις εκλείψεις κι όλα τ’ ανεξήγητα πράγματα, χωρίς ν’ αμφιβάλλουν ποτέ για το παραμικρό, σα νά ’ταν μπιστικοί της Φύσης όταν έχτιζε τον κόσμο ή κατευθείαν σταλμένοι απ’ το συμβούλιο των θεών!»

Η επιστημονική τους ενασχόληση, η προσπάθειά τους να εξηγήσουν τ’ ανεξήγητα, είναι δείγμα σοβαρότητας και σοφίας. Αυτό που τους κάνει να φαίνονται ανόητοι είναι η υπερβολή, το γεγονός ότι δεν αμφιβάλλουν ποτέ· είναι η υπεροψία ότι «αυτοί μονάχα είναι σοφοί κι όλοι οι άλλοι άνθρωποι όρθιες σκιές στον αέρα».

Εντύπωση, εντούτοις, δημιουργεί το γεγονός ότι η ειρωνεία του Έρασμου είναι ισοπεδωτική. Στο πέρασμά της σαρώνει τους πάντες και δεν αφήνει καμία εξαίρεση, έστω προς επιβεβαίωση του κανόνα. Ακόμα κι όταν η Τρέλα λέει για τους ρήτορες «μου κάνουν κάπου-κάπου απιστίες πιάνοντας σχέσεις με τους φιλοσόφους, μα είναι δικοί μου», κάνοντας τον αναγνώστη να πιστέψει πως ίσως στους φιλοσόφους βρει τους πραγματικά σοφούς ανθρώπους, η διάψευση δεν αργεί να έρθει· είναι κι αυτοί το ίδιο ανόητοι. Και σε μια ελπίδα ακόμα («οι γνωστικοί τα κοροϊδεύουν και με το δίκιο τους αυτά τα καραγκιοζλίκια») η απάντηση έρχεται άμεσα: «Αλλά και οι σοφοί, που τα περιγελούν όλα τούτα και γλεντούν με τις τρέλες των ανθρώπων, μου χρωστάνε πολλά κι ας μην το κρύβουν». Σκοπός, ωστόσο, της ερασμιακής ειρωνείας δεν είναι ο ισχυρισμός περί ανυπαρξίας της πραγματικής σοφίας. Αντίθετα, αυτό που θέλει να διδάξει, στους μη λόγιους πλέον αναγνώστες, είναι πως θα πρέπει να στέκονται κριτικά απέναντι στους πάσης φύσεως σοφούς και να μην «τους παραδέχονται γι’ αυτό που παρασταίνουν πως είναι».

Εν κατακλείδι, «εκείνο που, τελικά, δέχεται τα πυρά της ειρωνικής κριτικής είναι το κύρος του λόγου, του κάθε ανθρώπινου λόγου, και συγχρόνως, η διάθεση των ανθρώπων να γυρεύουν αυθεντίες που θα τους μεταφέρουν την απόλυτα καθαρή και έγκυρη γνώμη τους»[9]. Με άλλα λόγια, ο Έρασμος χρησιμοποιεί τις συμβάσεις της ουμανιστικής λογιοσύνης με στόχο να αμφισβητήσει τις προθέσεις της. Ψέγει την ιδιοτέλεια των λογίων αλλά και την αφέλεια του κόσμου. Μάχεται υπέρ της εγγραμματοσύνης και της καλλιέργειας, η οποία όμως θα έχει στόχο την πνευματική πρόοδο και την προσωπική βελτίωση. Αυτό που διακηρύσσει, δηλαδή, είναι η ίδια η ουσία του ουμανιστικού πνεύματος.
Βιβλιογραφία

Βάρσος Γ., Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, τ. Α, ΕΑΠ, Πάτρα 1999.
Βλ. Benoit-Dusausoy A. & G. Fontaine (επιμ.), Ευρωπαϊκά Γράμματα: Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, μτφρ. A. Zήρας κ.ά., τ. Α΄, Σοκόλη, Αθήνα 1999.
Κριαράς Ε., Νέο Ελληνικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1995.
Muecke D.C., Ειρωνεία («Παλαιότερες έννοιες της ειρωνείας. Μεταγενέστερες της ειρωνείας»), μτφρ. Κώστας Πύρζας, Ερμής, Αθήνα 1974 (Η γλώσσα της κριτικής, αρ. 10), σσ. 25-41. "http://www.komvos.edu.gr/diaglossiki/LOG_EIDI/eironia/Eironeia. htm", 15 Νοεμβρίου 2003.

Παραπομπές - Σημειώσεις

[1] Βάρσος Γ., Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, τ. Α, ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σ. 114.
[2] Βλ. Benoit-Dusausoy A. & G. Fontaine (επιμ.), Ευρωπαϊκά Γράμματα: Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, μτφρ. A. Zήρας κ.ά., τ. Α΄, Σοκόλη, Αθήνα 1999, σ. 256.
[3] Βλ. ΙΕΛ, ό.π., σ. 118.
[4] Έτσι ώστε «η περίοδος αυτή να χαρακτηρίζεται ως “διδακτική” στις ιστορίες της λογοτεχνίας»· βλ. ΕΓ, ό.π., σ. 230.
[5] Κριαράς Ε., Νέο Ελληνικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1995.
[6] Muecke D.C., Ειρωνεία («Παλαιότερες έννοιες της ειρωνείας. Μεταγενέστερες της ειρωνείας»), μτφρ. Κώστας Πύρζας, Ερμής, Αθήνα 1974 (Η γλώσσα της κριτικής, αρ. 10), σσ. 25-41. "http://www.komvos.edu.gr/diaglossiki/LOG_EIDI/eironia/Eironeia.htm", 15 Νοεμβρίου 2003>.
[7] ΙΕΛ, ό.π., σ. 130.
[8] ΙΕΛ, ό.π., σ. 130.
[9] ΙΕΛ, ό.π., σ. 131.

© 2004 Ανδρονίκη Μαστοράκη

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012

Πατρικαλάκης - Το ρεαλιστικό το ερωτικό και το υπερβατικό στη ζωγραφική (13ος-20ος αιώνας)



Ο Φαίδων Πατρικαλάκις γεννήθηκε στη Δράμα. Σπούδασε στην Académie du feu και στην École de dessin appliqué à la mode historique του Παρισιού. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη ρωμανική τέχνη της Γαλλίας και τη φλαμανδική ζωγραφική. Συνεργάστηκε ως σκηνογράφος-ενδυματολόγος στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, στο Εθνικό Θέατρο Αθηνών, στο Κρατικό Θέατρο Θεσσαλονίκης, σε διάφορα δημοτικά περιφερειακά θέατρα, καθώς και σε γνωστά θέατρα των Αθηνών και του εξωτερικού. Εξέδωσε τρία άλμπουμ με κείμενα και λαδοπαστέλ: Άγιον Όρος – Κύθνος, Αμοργός, Οία και τα βιβλία Η πέτρα της σφεντόνας, Φαίδων, Ταξιδεύοντας ζωγραφικά, Ιστορία της σκηνογραφίας (19ος-20ός αιώνας) και Το ρεαλιστικό, το ερωτικό και το υπερβατικό στη ζωγραφική (13ος-18ος αιώνας).

http://www.kastaniotis.com

Giorgio Manganelli - Κεντουρία



O Giorgio Manganelli (1922-1990) ήταν Ιταλός δημοσιογράφος, συγγραφέας της Ιταλικής Πρωτοπορίας, μεταφραστής και λογοτεχνικός κριτικός. Μιλανέζος, πρωτοστάτησε στο κίνημα της Αβάν-Γκάρντ τη δεκαετία του 60 στη χώρα του. Το ύφος του ήταν μπαρόκ και εξπρεσιονιστικό. [...] . Ήταν άθεος.

 D.K.

(από τη Wikipedia σε ελευθερη μετάφραση)

William Blake - Οι Γάμοι του Ουρανού και της Κόλασης




Τον William Blake πιθανότατα τον ξέρουν όσοι έχουν ασχοληθεί με την αγγλική λογοτεχνία. Πρόκειται για έναν ποιητή πρωτίστως και ζωγράφο δευτερευόντως ο οποίος γεννήθηκε και έζησε μεταξύ 18ου και 19ου αιώνα και είναι υπεύθυνος για μερικά από τα μεγαλύτερα δημιουργηματα της Αγγλικής Λογοτεχνίας. Τα τελευταία χρόνια κέρδισε επιπλέον φήμη και εκτός των λογοτεχνικών κύκλων χάρη στην ύπαρξη της ταινίας Matrix στην οποία οι επιρροές από τα δημιουργήματα του Blake είναι παραπάνω από τρανταχτές. Από τα πιο γνωστά του δημιουργήματα είναι το τεράστιο ποίημα Jerusalem, το οποίο θεωρείται και από τα κορυφαία -αν όχι το καλύτερο- που έχει γραφτεί ποτέ στην Αγγλική γλώσσα, και το Marriage Of Heaven And Hell στο οποίο αναφέρομαι εδώ, και το οποίο δεν είναι ακριβώς ποίημα με την συμβατική έννοια που γνωρίζουμε αλλά σε συνδυασμό με τους ζωγραφικούς πίνακες που το συνοδεύουν αποτελεί (όπως και όλα τα έργα του) μια πρωτοποριακή φιλοσοφική ματιά στα αιώνια ερωτήματα σχετικά με τη φύση του Θεού και την προσπάθεια προσέγγισης του ανθρώπινου πλάσματος προς την απόμακρη αυτή τελειότητα μέσω του μεγαλύτερου όπλου που του έχει δοθεί γι αυτό το σκοπό, αυτό της Φαντασίας. Χρησιμοποιώντας εκπληκτική γλώσσα, η οποία δυστυχώς χάνει μεγάλο μέρος της γοητείας της στη μετάφραση, με αρκετή δόση σάτιρας και ονειρικών σκοτεινών συνειρμών, τα οποία δημιουργούν ένα σύνολο εξαιρετικά δυσνόητο στην πρώτη ματιά, ο Blake καταφέρνει να κατασκευάσει ένα έργο το οποίο θεωρείται σήμερα κάτι παραπάνω από κλασικό και είναι αντικείμενο μελέτης πολλών ειδικών (ευτυχώς που υπάρχουν κι αυτοί και μας ξεμπλέκουν!) που έχουν αφοσιωθεί στην ανάλυση του έργου του. Η έκδοση που έχω (εκδ. Νεφέλη) περιέχει και τις γνήσιες χαλκογραφίες με το Αγγλικό ποιήμα, ώστε κάποιος να το διαβάσει και στην Αγγλική γλώσσα (απαιτεί προχωρημένη γνώση των Αγγλικών ωστόσο) και περιέχει και αρκετές επισημάνσεις πάνω σε ερωτήματα που αναπόφευκτα δημιουργούνται όταν διαβάζεις τα έργα του Blake. Ορίστε μερικά μικρά αποσπάσματα από το βιβλίο για να μπείτε στο πνεύμα:

Ο δρόμος της υπερβολής καταλήγει στο παλάτι της σοφίας.
Η Σύνεση είναι μια πλούσια γεροντοκόρη που την φλερτάρει η Ανικανότητα.
Οι τροφές που χορταίνουν δεν πιάνονται με δίχτυ ή παγίδα.
Οι Φυλακές είναι χτισμένες με τις πέτρες του Νόμου, τα Πορνεία με τους πλίνθους της Θρησκείας.
Αυτό που σήμερα είναι αποδεδειγμένο, κάποτε δεν ήταν παρά γέννημα της φαντασίας.
Λέγε πάντα ελεύθερα τη γνώμη σου και ο τιποτένιος θα σε αποφύγει.
Αν οι άλλοι δεν ήταν ανόητοι, θα' πρεπε να'μασταν εμείς.


Και ένα από τα αγαπημένα κομμάτια μου (καθαρά Γνωστική θεώρηση):

Πράγματι η Λογική νόμισε πως η Επιθυμία είχε ξεριζωθεί αλλά του Διαβόλου η εκδοχή είναι, πως ο Μεσσίας εξέπεσε, και έπλασε έναν ουρανό με όσα έκλεψε από την Άβυσσο.
Αυτό είναι γραμμένο στο Ευαγγέλιο, εκεί που ικετεύει τον Πατέρα να στείλει τον παράκλητο, ή Επιθυμία, ώστε η Λογική να αποκτήσει Ιδέες πάνω στις οποίες να οικοδομήσει, αφού ο Ιεχωβάς της Βίβλου δεν είναι άλλος παρά αυτός που κατοικεί στις φλόγες.
Μάθε πως ύστερα από το θάνατο του Χριστού, εκείνος έγινε Ιεχωβάς.


Ξέρω, δεν ακούγονται και πού λογικά αλλά, όταν διαβαστεί ολόκληρο υπάρχει μια άλλη αίσθηση (όχι αυτή της κατανόησης αλλά τέλως πάντων!). Όσοι αρέσκονται στα δύσκολα, μην παραλείψουν να δοκιμάσουν να διαβάσουν
Blake. Είναι σίγουρο ότι θα τον βρουν τουλάχιστον ενδιαφέροντα.

http://www.artinoi.gr